..ΜΑΚΡΥΝΩ I move away |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
απομακρύνω |
απομακρύνουμε, απομακρύνομε |
απομακρύνομαι |
απομακρυνόμαστε |
| απομακρύνεις |
απομακρύνετε |
απομακρύνεσαι |
απομακρύνεστε, απομακρυνόσαστε |
| απομακρύνει |
απομακρύνουν(ε) |
απομακρύνεται |
απομακρύνονται |
Imper fect |
απομάκρυνα |
απομακρύναμε |
απομακρυνόμουν(α) |
απομακρυνόμαστε, απομακρυνόμασταν |
| απομάκρυνες |
απομακρύνατε |
απομακρυνόσουν(α) |
απομακρυνόσαστε, απομακρυνόσασταν |
| απομάκρυνε |
απομάκρυναν, απομακρύναν(ε) |
απομακρυνόταν(ε) |
απομακρύνονταν, απομακρυνόντανε, απομακρυνόντουσαν |
| Aorist |
απομάκρυνα |
απομακρύναμε |
απομακρύνθηκα |
απομακρυνθήκαμε |
| απομάκρυνες |
απομακρύνατε |
απομακρύνθηκες |
απομακρυνθήκατε |
| απομάκρυνε |
απομάκρυναν, απομακρύναν(ε) |
απομακρύνθηκε |
απομακρύνθηκαν, απομακρυνθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω απομακρύνει
έχω απομακρυσμένο |
έχουμε απομακρύνει
έχουμε απομακρυσμένο |
έχω απομακρυνθεί
είμαι απομακρυσμένος, -η |
έχουμε απομακρυνθεί
είμαστε απομακρυσμένοι, -ες |
έχεις απομακρύνει
έχεις απομακρυσμένο |
έχετε απομακρύνει
έχετε απομακρυσμένο |
έχεις απομακρυνθεί
είσαι απομακρυσμένος, -η |
έχετε απομακρυνθεί
είστε απομακρυσμένοι, -ες |
έχει απομακρύνει
έχει απομακρυσμένο |
έχουν απομακρύνει
έχουν απομακρυσμένο |
έχει απομακρυνθεί
είναι απομακρυσμένος, -η, -ο |
έχουν απομακρυνθεί
είναι απομακρυσμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα απομακρύνει
είχα απομακρυσμένο |
είχαμε απομακρύνει
είχαμε απομακρυσμένο |
είχα απομακρυνθεί
ήμουν απομακρυσμένος, -η |
είχαμε απομακρυνθεί
ήμαστε απομακρυσμένοι, -ες |
είχες απομακρύνει
είχες απομακρυσμένο |
είχατε απομακρύνει
είχατε απομακρυσμένο |
είχες απομακρυνθεί
ήσουν απομακρυσμένος, -η |
είχατε απομακρυνθεί
ήσαστε απομακρυσμένοι, -ες |
είχε απομακρύνει
είχε απομακρυσμένο |
είχαν απομακρύνει
είχαν απομακρυσμένο |
είχε απομακρυνθεί
ήταν απομακρυσμένος, -η, -ο |
είχαν απομακρυνθεί
ήταν απομακρυσμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα απομακρύνω |
θα απομακρύνουμε, θα απομακρύνομε |
θα απομακρύνομαι |
θα απομακρυνόμαστε |
| θα απομακρύνεις |
θα απομακρύνετε |
θα απομακρύνεσαι |
θα απομακρύνεστε, θα απομακρυνόσαστε |
| θα απομακρύνει |
θα απομακρύνουν(ε) |
θα απομακρύνεται |
θα απομακρύνονται |
Simp Fut |
θα απομακρύνω |
θα απομακρύνουμε, θα απομακρύνομε |
θα απομακρυνθώ |
θα απομακρυνθούμε |
| θα απομακρύνεις |
θα απομακρύνετε |
θα απομακρυνθείς |
θα απομακρυνθείτε |
| θα απομακρύνει |
θα απομακρύνουν(ε) |
θα απομακρυνθεί |
θα απομακρυνθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω απομακρύνει
θα έχω απομακρυσμένο |
θα έχουμε απομακρύνει
θα έχουμε απομακρυσμένο |
θα έχω απομακρυνθεί
θα είμαι απομακρυσμένος, -η |
θα έχουμε απομακρυνθεί
θα είμαστε απομακρυσμένοι, -ες |
θα έχεις απομακρύνει
θα έχεις απομακρυσμένο |
θα έχετε απομακρύνει
θα έχετε απομακρυσμένο |
θα έχεις απομακρυνθεί
θα είσαι απομακρυσμένος, -η |
θα έχετε απομακρυνθεί
θα είστε απομακρυσμένοι, -ες |
θα έχει απομακρύνει
θα έχει απομακρυσμένο |
θα έχουν απομακρύνει
θα έχουν απομακρυσμένο |
θα έχει απομακρυνθεί
θα είναι απομακρυσμένος, -η, -ο |
θα έχουν απομακρυνθεί
θα είναι απομακρυσμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να απομακρύνω |
να απομακρύνουμε, να απομακρύνομε |
να απομακρύνομαι |
να απομακρυνόμαστε |
| να απομακρύνεις |
να απομακρύνετε |
να απομακρύνεσαι |
να απομακρύνεστε, να απομακρυνόσαστε |
| να απομακρύνει |
να απομακρύνουν(ε) |
να απομακρύνεται |
να απομακρύνονται |
| Aorist |
να απομακρύνω |
να απομακρύνουμε, να απομακρύνομε |
να απομακρυνθώ |
να απομακρυνθούμε |
| να απομακρύνεις |
να απομακρύνετε |
να απομακρυνθείς |
να απομακρυνθείτε |
| να απομακρύνει |
να απομακρύνουν(ε) |
να απομακρυνθεί |
να απομακρυνθούν(ε) |
| Perf |
να έχω απομακρύνει
να έχω απομακρυσμένο |
να έχουμε απομακρύνει
να έχουμε απομακρυσμένο |
να έχω απομακρυνθεί
να είμαι απομακρυσμένος, -η |
να έχουμε απομακρυνθεί
να είμαστε απομακρυσμένοι, -ες |
να έχεις απομακρύνει
να έχεις απομακρυσμένο |
να έχετε απομακρύνει
να έχετε απομακρυσμένο |
να έχεις απομακρυνθεί
να είσαι απομακρυσμένος, -η |
να έχετε απομακρυνθεί
να είστε απομακρυσμένοι, -ες |
να έχει απομακρύνει
να έχει απομακρυσμένο |
να έχουν απομακρύνει
να έχουν απομακρυσμένο |
να έχει απομακρυνθεί
να είναι απομακρυσμένος, -η, -ο |
να έχουν απομακρυνθεί
να είναι απομακρυσμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
απομάκρυνε |
απομακρύνετε |
|
απομακρύνεστε |
| Aorist |
απομάκρυνε |
απομακρύνετε |
απομακρύνσου |
απομακρυνθείτε |
Part iciple |
Pres |
απομακρύνοντας |
|
| Perf |
έχοντας απομακρύνει, έχοντας απομακρυσμένο |
απομακρυσμένος, -η, -ο |
απομακρυσμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
απομακρύνει |
απομακρυνθεί |