ΔΙΕΥΡΥΝΩ I widen |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διευρύνω |
διευρύνουμε, διευρύνομε |
διευρύνομαι |
διευρυνόμαστε |
| διευρύνεις |
διευρύνετε |
διευρύνεσαι |
διευρύνεστε, διευρυνόσαστε |
| διευρύνει |
διευρύνουν(ε) |
διευρύνεται |
διευρύνονται |
Imper fect |
διεύρυνα |
διευρύναμε |
διευρυνόμουν(α) |
διευρυνόμαστε, διευρυνόμασταν |
| διεύρυνες |
διευρύνατε |
διευρυνόσουν(α) |
διευρυνόσαστε, διευρυνόσασταν |
| διεύρυνε |
διεύρυναν, διευρύναν(ε) |
διευρυνόταν(ε) |
διευρύνονταν, διευρυνόντανε, διευρυνόντουσαν |
| Aorist |
διεύρυνα |
διευρύναμε |
διευρύνθηκα |
διευρυνθήκαμε |
| διεύρυνες |
διευρύνατε |
διευρύνθηκες |
διευρυνθήκατε |
| διεύρυνε |
διεύρυναν, διευρύναν(ε) |
διευρύνθηκε |
διευρύνθηκαν, διευρυνθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω διευρύνει
έχω διευρυμένο |
έχουμε διευρύνει
έχουμε διευρυμένο |
έχω διευρυνθεί
είμαι διευρυμένος, -η |
έχουμε διευρυνθεί
είμαστε διευρυμένοι, -ες |
έχεις διευρύνει
έχεις διευρυμένο |
έχετε διευρύνει
έχετε διευρυμένο |
έχεις διευρυνθεί
είσαι διευρυμένος, -η |
έχετε διευρυνθεί
είστε διευρυμένοι, -ες |
έχει διευρύνει
έχει διευρυμένο |
έχουν διευρύνει
έχουν διευρυμένο |
έχει διευρυνθεί
είναι διευρυμένος, -η, -ο |
έχουν διευρυνθεί
είναι διευρυμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα διευρύνει
είχα διευρυμένο |
είχαμε διευρύνει
είχαμε διευρυμένο |
είχα διευρυνθεί
ήμουν διευρυμένος, -η |
είχαμε διευρυνθεί
ήμαστε διευρυμένοι, -ες |
είχες διευρύνει
είχες διευρυμένο |
είχατε διευρύνει
είχατε διευρυμένο |
είχες διευρυνθεί
ήσουν διευρυμένος, -η |
είχατε διευρυνθεί
ήσαστε διευρυμένοι, -ες |
είχε διευρύνει
είχε διευρυμένο |
είχαν διευρύνει
είχαν διευρυμένο |
είχε διευρυνθεί
ήταν διευρυμένος, -η, -ο |
είχαν διευρυνθεί
ήταν διευρυμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα διευρύνω |
θα διευρύνουμε, θα διευρύνομε |
θα διευρύνομαι |
θα διευρυνόμαστε |
| θα διευρύνεις |
θα διευρύνετε |
θα διευρύνεσαι |
θα διευρύνεστε, θα διευρυνόσαστε |
| θα διευρύνει |
θα διευρύνουν(ε) |
θα διευρύνεται |
θα διευρύνονται |
Simp Fut |
θα διευρύνω |
θα διευρύνουμε, θα διευρύνομε |
θα διευρυνθώ |
θα διευρυνθούμε |
| θα διευρύνεις |
θα διευρύνετε |
θα διευρυνθείς |
θα διευρυνθείτε |
| θα διευρύνει |
θα διευρύνουν(ε) |
θα διευρυνθεί |
θα διευρυνθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω διευρύνει
θα έχω διευρυμένο |
θα έχουμε διευρύνει
θα έχουμε διευρυμένο |
θα έχω διευρυνθεί
θα είμαι διευρυμένος, -η |
θα έχουμε διευρυνθεί
θα είμαστε διευρυμένοι, -ες |
θα έχεις διευρύνει
θα έχεις διευρυμένο |
θα έχετε διευρύνει
θα έχετε διευρυμένο |
θα έχεις διευρυνθεί
θα είσαι διευρυμένος, -η |
θα έχετε διευρυνθεί
θα είστε διευρυμένοι, -ες |
θα έχει διευρύνει
θα έχει διευρυμένο |
θα έχουν διευρύνει
θα έχουν διευρυμένο |
θα έχει διευρυνθεί
θα είναι διευρυμένος, -η, -ο |
θα έχουν διευρυνθεί
θα είναι διευρυμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διευρύνω |
να διευρύνουμε, να διευρύνομε |
να διευρύνομαι |
να διευρυνόμαστε |
| να διευρύνεις |
να διευρύνετε |
να διευρύνεσαι |
να διευρύνεστε, να διευρυνόσαστε |
| να διευρύνει |
να διευρύνουν(ε) |
να διευρύνεται |
να διευρύνονται |
| Aorist |
να διευρύνω |
να διευρύνουμε, να διευρύνομε |
να διευρυνθώ |
να διευρυνθούμε |
| να διευρύνεις |
να διευρύνετε |
να διευρυνθείς |
να διευρυνθείτε |
| να διευρύνει |
να διευρύνουν(ε) |
να διευρυνθεί |
να διευρυνθούν(ε) |
| Perf |
να έχω διευρύνει
να έχω διευρυμένο |
να έχουμε διευρύνει
να έχουμε διευρυμένο |
να έχω διευρυνθεί
να είμαι διευρυμένος, -η |
να έχουμε διευρυνθεί
να είμαστε διευρυμένοι, -ες |
να έχεις διευρύνει
να έχεις διευρυμένο |
να έχετε διευρύνει
να έχετε διευρυμένο |
να έχεις διευρυνθεί
να είσαι διευρυμένος, -η |
να έχετε διευρυνθεί
να είστε διευρυμένοι, -ες |
να έχει διευρύνει
να έχει διευρυμένο |
να έχουν διευρύνει
να έχουν διευρυμένο |
να έχει διευρυνθεί
να είναι διευρυμένος, -η, -ο |
να έχουν διευρυνθεί
να είναι διευρυμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
διεύρυνε |
διευρύνετε |
|
διευρύνεστε |
| Aorist |
διεύρυνε |
διευρύνετε |
διευρύνσου |
διευρυνθείτε |
Part iciple |
Pres |
διευρύνοντας |
|
| Perf |
έχοντας διευρύνει, έχοντας διευρυμένο |
διευρυμένος, -η, -ο |
διευρυμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
διευρύνει |
διευρυνθεί |