ΒΡΑΖΩ I boil |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
βράζω | βράζουμε, βράζομε | βράζομαι | βραζόμαστε |
βράζεις | βράζετε | βράζεσαι | βράζεστε, βραζόσαστε | ||
βράζει | βράζουν(ε) | βράζεται | βράζονται | ||
Imper fect |
έβραζα | βράζαμε | βραζόμουν(α) | βραζόμαστε, βραζόμασταν | |
έβραζες | βράζατε | βραζόσουν(α) | βραζόσαστε, βραζόσασταν | ||
έβραζε | έβραζαν, βράζαν(ε) | βραζόταν(ε) | βράζονταν, βραζόντανε, βραζόντουσαν | ||
Aorist | έβρασα | βράσαμε | βράστηκα | βραστήκαμε | |
έβρασες | βράσατε | βράστηκες | βραστήκατε | ||
έβρασε | έβρασαν, βράσαν(ε) | βράστηκε | βράστηκαν, βραστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω βράσει |
έχουμε βράσει |
έχω βραστεί |
έχουμε βραστεί |
|
έχεις βράσει |
έχετε βράσει |
έχεις βραστεί |
έχετε βραστεί |
||
έχει βράσει |
έχουν βράσει |
έχει βραστεί |
έχουν βραστεί |
||
Plu per fect |
είχα βράσει είχα βρασμένο |
είχαμε βράσει είχαμε βρσμένο |
είχα βραστεί ήμουν βρασμένος, -η |
είχαμε βραστεί ήμαστε βρασμένοι, -ες |
|
είχες βράσει είχες βρασμένο |
είχατε βράσει είχατε βρασμένο |
είχες βραστεί ήσουν βρασμένος, -η |
είχατε βραστεί ήσαστε βρασμένοι, -ες |
||
είχε βράσει είχε βρασμένο |
είχαν βράσει είχαν βρασμένο |
είχε βραστεί ήταν βρασμένος, -η, -ο |
είχαν βραστεί ήταν βρασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα βράζω | θα βράζουμε, |
θα βράζομαι | θα βραζόμαστε | |
θα βράζεις | θα βράζετε | θα βράζεσαι | θα βράζεστε, |
||
θα βράζει | θα βράζουν(ε) | θα βράζεται | θα βράζονται | ||
Simp Fut |
θα βράσω | θα βράσουμε, |
θα βραστώ | θα βραστούμε | |
θα βράσεις | θα βράσετε | θα βραστείς | θα βραστείτε | ||
θα βράσει | θα βράσουν(ε) | θα βραστεί | θα βραστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω βράσει θα έχω βρασμένο |
θα έχουμε βράσει θα έχουμε βρασμένο |
θα έχω βραστεί θα είμαι βρασμένος, -η |
θα έχουμε βραστεί |
|
θα έχεις βράσει θα έχεις βρασμένο |
θα έχετε βράσει θα έχετε βρασμένο |
θα έχεις βραστεί θα είσαι βρασμένος, -η |
θα έχετε βραστεί θα είστε βρασμένοι, -ες |
||
θα έχει βράσει θα έχει βρασμένο |
θα έχουν βράσει θα έχουν βρασμένο |
θα έχει βραστεί θα είναι βρασμένος, -η, -ο |
θα έχουν βραστεί θα είναι βρασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να βράζω | να βράζουμε, |
να βράζομαι | να βραζόμαστε |
να βράζεις | να βράζετε | να βράζεσαι | να βράζεστε, |
||
να βράζει | να βράζουν(ε) | να βράζεται | να βράζονται | ||
Aorist | να βράσω | να βράσουμε, |
να βραστώ | να βραστούμε | |
να βράσεις | να βράσετε | να βραστείς | να βραστείτε | ||
να βράσει | να βράσουν(ε) | να βραστεί | να βραστούν(ε) | ||
Perf | να έχω βράσει να έχω βρασμένο |
να έχουμε βράσει |
να έχω βραστεί |
να έχουμε βραστεί |
|
να έχεις βράσει |
να έχετε βράσει να έχετε βρασμένο |
να έχεις βραστεί να είσαι βρασμένος, -η |
να έχετε βραστεί να είστε βρασμένοι, -ες |
||
να έχει βράσει να έχει βρασμένο |
να έχουν βράσει να έχουν βρασμένο |
να έχει βραστεί |
να έχουν βραστεί |
||
Imper ative |
Pres | βράζε | βράζετε | βράζεστε | |
Aorist | βράσε | βράστε | βράσου | βραστείτε | |
Part iciple |
Pres | βράζοντας | βραζόμενος | ||
Perf | έχοντας βράσει, |
βρασμένος, -η, -ο | βρασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βράσει | βραστεί |