[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΒΡΑΖΩ
I boil
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βράζω βράζουμε, βράζομε βράζομαι βραζόμαστε
βράζεις βράζετε βράζεσαι βράζεστε, βραζόσαστε
βράζει βράζουν(ε) βράζεται βράζονται
Imper
fect
έβραζα βράζαμε βραζόμουν(α) βραζόμαστε, βραζόμασταν
έβραζες βράζατε βραζόσουν(α) βραζόσαστε, βραζόσασταν
έβραζε έβραζαν, βράζαν(ε) βραζόταν(ε) βράζονταν, βραζόντανε, βραζόντουσαν
Aorist έβρασα βράσαμε βράστηκα βραστήκαμε
έβρασες βράσατε βράστηκες βραστήκατε
έβρασε έβρασαν, βράσαν(ε) βράστηκε βράστηκαν, βραστήκαν(ε)
Per
fect
έχω βράσει
έχω βρασμένο
έχουμε βράσει
έχουμε βρασμένο
έχω βραστεί
είμαι βρασμένος, -η
έχουμε βραστεί
είμαστε βρασμένοι, -ες
έχεις βράσει
έχεις βρασμένο
έχετε βράσει
έχετε βρασμένο
έχεις βραστεί
είσαι βρασμένος, -η
έχετε βραστεί
είστε βρασμένοι, -ες
έχει βράσει
έχει βρασμένο
έχουν βράσει
έχουν βρασμένο
έχει βραστεί
είναι βρασμένος, -η, -ο
έχουν βραστεί
είναι βρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα βράσει
είχα βρασμένο
είχαμε βράσει
είχαμε βρσμένο
είχα βραστεί
ήμουν βρασμένος, -η
είχαμε βραστεί
ήμαστε βρασμένοι, -ες
είχες βράσει
είχες βρασμένο
είχατε βράσει
είχατε βρασμένο
είχες βραστεί
ήσουν βρασμένος, -η
είχατε βραστεί
ήσαστε βρασμένοι, -ες
είχε βράσει
είχε βρασμένο
είχαν βράσει
είχαν βρασμένο
είχε βραστεί
ήταν βρασμένος, -η, -ο
είχαν βραστεί
ήταν βρασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα βράζω θα βράζουμε, θα βράζομε θα βράζομαι θα βραζόμαστε
θα βράζεις θα βράζετε θα βράζεσαι θα βράζεστε, θα βραζόσαστε
θα βράζει θα βράζουν(ε) θα βράζεται θα βράζονται
Simp
Fut
θα βράσω θα βράσουμε, θα βράζομε θα βραστώ θα βραστούμε
θα βράσεις θα βράσετε θα βραστείς θα βραστείτε
θα βράσει θα βράσουν(ε) θα βραστεί θα βραστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βράσει
θα έχω βρασμένο
θα έχουμε βράσει
θα έχουμε βρασμένο
θα έχω βραστεί
θα είμαι βρασμένος, -η
θα έχουμε βραστεί
θα είμαστε βρασμένοι, -ες
θα έχεις βράσει
θα έχεις βρασμένο
θα έχετε βράσει
θα έχετε βρασμένο
θα έχεις βραστεί
θα είσαι βρασμένος, -η
θα έχετε βραστεί
θα είστε βρασμένοι, -ες
θα έχει βράσει
θα έχει βρασμένο
θα έχουν βράσει
θα έχουν βρασμένο
θα έχει βραστεί
θα είναι βρασμένος, -η, -ο
θα έχουν βραστεί
θα είναι βρασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βράζω να βράζουμε, να βράζομε να βράζομαι να βραζόμαστε
να βράζεις να βράζετε να βράζεσαι να βράζεστε, να βραζόσαστε
να βράζει να βράζουν(ε) να βράζεται να βράζονται
Aorist να βράσω να βράσουμε, να βράσομε να βραστώ να βραστούμε
να βράσεις να βράσετε να βραστείς να βραστείτε
να βράσει να βράσουν(ε) να βραστεί να βραστούν(ε)
Perf να έχω βράσει
να έχω βρασμένο
να έχουμε βράσει
να έχουμε βρασμένο
να έχω βραστεί
να είμαι βρασμένος, -η
να έχουμε βραστεί
να είμαστε βρασμένοι, -ες
να έχεις βράσει
να έχεις βρασμένο
να έχετε βράσει
να έχετε βρασμένο
να έχεις βραστεί
να είσαι βρασμένος, -η
να έχετε βραστεί
να είστε βρασμένοι, -ες
να έχει βράσει
να έχει βρασμένο
να έχουν βράσει
να έχουν βρασμένο
να έχει βραστεί
να είναι βρασμένος, -η, -ο
να έχουν βραστεί
να είναι βρασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres βράζε βράζετε βράζεστε
Aorist βράσε βράστε βράσου βραστείτε
Part
iciple
Pres βράζοντας βραζόμενος
Perf έχοντας βράσει, έχοντας βρασμένο βρασμένος, -η, -ο βρασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist βράσει βραστεί