ΒΟΥΤΑΩ I dip |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
βουτάω |
βουτάμε, βουτούμε |
βουτιέμαι |
βουτιόμαστε |
βουτάς |
βουτάτε |
βουτιέσαι |
βουτιέστε, βουτιόσαστε |
βουτάει, βουτά |
βουτάν(ε), βουτούν(ε) |
βουτιέται |
βουτιούνται, βουτιόνται |
Imper fect |
βουτούσα, βούταγα |
βουτούσαμε, βουτάγαμε |
βουτιόμουν(α) |
βουτιόμαστε, βουτιόμασταν |
βουτούσες, βούταγες |
βουτούσατε, βουτάγατε |
βουτιόσουν(α) |
βουτιόσαστε, βουτιόσασταν |
βουτούσε, βούταγε |
βουτούσαν(ε), βούταγαν, βουτάγανε |
βουτιόταν(ε) |
βουτιόνταν(ε), βουτιούνταν, βουτιόντουσαν |
Aorist |
βούτηξα |
βουτήξαμε |
βουτήχτηκα |
βουτηχτήκαμε |
βούτηξες |
βουτήξατε |
βουτήχτηκες |
βουτηχτήκατε |
βούτηξε |
βούτηξαν, βουτήξαν(ε) |
βουτήχτηκε |
βουτήχτηκαν, βουτηχτήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω βουτήξει
έχω βουτηγμένο |
έχουμε βουτήξει
έχουμε βουτηγμένο |
έχω βουτηχτεί
είμαι βουτηγμένος, -η |
έχουμε βουτηχτεί
είμαστε βουτηγμένοι, -ες |
έχεις βουτήξει
έχεις βουτηγμένο |
έχετε βουτήξει
έχετε βουτηγμένο |
έχεις βουτηχτεί
είσαι βουτηγμένος, -η |
έχετε βουτηχτεί
είστε βουτηγμένοι, -ες |
έχει βουτήξει
έχει βουτηγμένο |
έχουν βουτήξει
έχουν βουτηγμένο |
έχει βουτηχτεί
είναι βουτηγμένος, -η, -ο |
έχουν βουτηχτεί
είναι βουτηγμένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα βουτήξει
είχα βουτηγμένο |
είχαμε βουτήξει
είχαμε βουτηγμένο |
είχα βουτηχτεί
ήμουν βουτηγμένος, -η |
είχαμε βουτηχτεί
ήμαστε βουτηγμένοι, -ες |
είχες βουτήξει
είχες βουτηγμένο |
είχατε βουτήξει
είχατε βουτηγμένο |
είχες βουτηχτεί
ήσουν βουτηγμένος, -η |
είχατε βουτηχτεί
ήσαστε βουτηγμένοι, -ες |
είχε βουτήξει
είχε βουτηγμένο |
είχαν βουτήξει
είχαν βουτηγμένο |
είχε βουτηχτεί
ήταν βουτηγμένος, -η, -ο |
είχαν βουτηχτεί
ήταν βουτηγμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα βουτάω, θα βουτώ |
θα βουτάμε, θα βουτούμε |
θα βουτιέμαι |
θα βουτιόμαστε |
θα βουτάς |
θα βουτάτε |
θα βουτιέσαι |
θα βουτιέστε, θα βουτιόσαστε |
θα βουτάει, θα βουτά |
θα βουτάν(ε), θα βουτούν(ε) |
θα βουτιέται |
θα βουτιούνται, θα βουτιόνται |
Simp Fut |
θα βουτήξω |
θα βουτήξουμε, θα βουτήξομε |
θα βουτηχτώ |
θα βουτηχτούμε |
θα βουτήξεις |
θα βουτήξετε |
θα βουτηχτείς |
θα βουτηχτείτε |
θα βουτήξει |
θα βουτήξουν(ε) |
θα βουτηχτεί |
θα βουτηχτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω βουτήξει
θα έχω βουτηγμένο |
θα έχουμε βουτήξει
θα έχουμε βουτηγμένο |
θα έχω βουτηχτεί
θα είμαι βουτηγμένος, -η |
θα έχουμε βουτηχτεί
θα είμαστε βουτηγμένοι, -ες |
θα έχεις βουτήξει
θα έχεις βουτηγμένο |
θα έχετε βουτήξει
θα έχετε βουτηγμένο |
θα έχεις βουτηχτεί
θα είσαι βουτηγμένος, -η |
θα έχετε βουτηχτεί
θα είστε βουτηγμένοι, -ες |
θα έχει βουτήξει
θα έχει βουτηγμένο |
θα έχουν βουτήξει
θα έχουν βουτηγμένο |
θα έχει βουτηχτεί
θα είναι βουτηγμένος, -η, -ο |
θα έχουν βουτηχτεί
θα είναι βουτηγμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να βουτάω, να βουτώ |
να βουτάμε, να βουτούμε |
να βουτιέμαι |
να βουτιόμαστε |
να βουτάς |
να βουτάτε |
να βουτιέσαι |
να βουτιέστε, να βουτιόσαστε |
να βουτάει, να βουτά |
να βουτάν(ε), να βουτούν(ε) |
να βουτιέται |
να βουτιούνται, να βουτιόνται |
Aorist |
να βουτήξω |
να βουτήξουμε, να βουτήξομε |
να βουτηχτώ |
να βουτηχτούμε |
να βουτήξεις |
να βουτήξετε |
να βουτηχτείς |
να βουτηχτείτε |
να βουτήξει |
να βουτήξουν(ε) |
να βουτηχτεί |
να βουτηχτούν(ε) |
Perf |
να έχω βουτήξει
να έχω βουτηγμένο |
να έχουμε βουτήξει
να έχουμε βουτηγμένο |
να έχω βουτηχτεί
να είμαι βουτηγμένος, -η |
να έχουμε βουτηχτεί
να είμαστε βουτηγμένοι, -ες |
να έχεις βουτήξει
να έχεις βουτηγμένο |
να έχετε βουτήξει
να έχετε βουτηγμένο |
να έχεις βουτηχτεί
να είσαι βουτηγμένος, -η |
να έχετε βουτηχτεί
να είστε βουτηγμένοι, -η |
να έχει βουτήξει
να έχει βουτηγμένο |
να έχουν βουτήξει
να έχουν βουτηγμένο |
να έχει βουτηχτεί
να είναι βουτηγμένος, -η, -ο |
να έχουν βουτηχτεί
να είναι βουτηγμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
βούτα, βούταγε |
βουτάτε |
|
βουτιέστε |
Aorist |
βούτηξε, βούτα |
βουτήξτε, βουτήχτε |
βουτήξου |
βουτηχτείτε |
Part iciple |
Pres |
βουτώντας |
|
Perf |
έχοντας βουτήξει, έχοντας βουτηγμένο |
βουτηγμένος, -η, -ο |
βουτηγμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
βουτήξει |
βουτηχτεί |