[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΒΑΣΑΝΙΖΩ
I torture
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βασανίζω βασανίζουμε, βασανίζομε βασανίζομαι βασανιζόμαστε
βασανίζεις βασανίζετε βασανίζεσαι βασανίζεστε, βασανιζόσαστε
βασανίζει βασανίζουν(ε) βασανίζεται βασανίζονται
Imper
fect
βασάνιζα βασανίζαμε βασανιζόμουν(α) βασανιζόμαστε, βασανιζόμασταν
βασάνιζες βασανίζατε βασανιζόσουν(α) βασανιζόσαστε, βασανιζόσασταν
βασάνιζε βασάνιζαν, βασανίζαν(ε) βασανιζόταν(ε) βασανίζονταν, βασανιζόντανε, βασανιζόντουσαν
Aorist βασάνισα βασανίσαμε βασανίστηκα βασανιστήκαμε
βασάνισες βασανίσατε βασανίστηκες βασανιστήκατε
βασάνισε βασάνισαν, βασανίσαν(ε) βασανίστηκε βασανίστηκαν, βασανιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω βασανίσει
έχω βασανισμένο
έχουμε βασανίσει
έχουμε βασανισμένο
έχω βασανιστεί
είμαι βασανισμένος, -η
έχουμε βασανιστεί
είμαστε βασανισμένοι, -ες
έχεις βασανίσει
έχεις βασανισμένο
έχετε βασανίσει
έχετε βασανισμένο
έχεις βασανιστεί
είσαι βασανισμένος, -η
έχετε βασανιστεί
είστε βασανισμένοι, -ες
έχει βασανίσει
έχει βασανισμένο
έχουν βασανίσει
έχουν βασανισμένο
έχει βασανιστεί
είναι βασανισμένος, -η, -ο
έχουν βασανιστεί
είναι βασανισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα βασανίσει
είχα βασανισμένο
είχαμε βασανίσει
είχαμε βασανισμένο
είχα βασανιστεί
ήμουν βασανισμένος, -η
είχαμε βασανιστεί
ήμαστε βασανισμένοι, -ες
είχες βασανίσει
είχες βασανισμένο
είχατε βασανίσει
είχατε βασανισμένο
είχες βασανιστεί
ήσουν βασανισμένος, -η
είχατε βασανιστεί
ήσαστε βασανισμένοι, -ες
είχε βασανίσει
είχε βασανισμένο
είχαν βασανίσει
είχαν βασανισμένο
είχε βασανιστεί
ήταν βασανισμένος, -η, -ο
είχαν βασανιστεί
ήταν βασανισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα βασανίζω θα βασανίζουμε, θα βασανίζομε θα βασανίζομαι θα βασανιζόμαστε
θα βασανίζεις θα βασανίζετε θα βασανίζεσαι θα βασανίζεστε, θα βασανιζόσαστε
θα βασανίζει θα βασανίζουν(ε) θα βασανίζεται θα βασανίζονται
Simp
Fut
θα βασανίσω θα βασανίσουμε, θα βασανίζομε θα βασανιστώ θα βασανιστούμε
θα βασανίσεις θα βασανίσετε θα βασανιστείς θα βασανιστείτε
θα βασανίσει θα βασανίσουν(ε) θα βασανιστεί θα βασανιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βασανίσει
θα έχω βασανισμένο
θα έχουμε βασανίσει
θα έχουμε βασανισμένο
θα έχω βασανιστεί
θα είμαι βασανισμένος, -η
θα έχουμε βασανιστεί
θα είμαστε βασανισμένοι, -ες
θα έχεις βασανίσει
θα έχεις βασανισμένο
θα έχετε βασανίσει
θα έχετε βασανισμένο
θα έχεις βασανιστεί
θα είσαι βασανισμένος, -η
θα έχετε βασανιστεί
θα είστε βασανισμένοι, -ες
θα έχει βασανίσει
θα έχει βασανισμένο
θα έχουν βασανίσει
θα έχουν βασανισμένο
θα έχει βασανιστεί
θα είναι βασανισμένος, -η, -ο
θα έχουν βασανιστεί
θα είναι βασανισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βασανίζω να βασανίζουμε, να βασανίζομε να βασανίζομαι να βασανιζόμαστε
να βασανίζεις να βασανίζετε να βασανίζεσαι να βασανίζεστε, να βασανιζόσαστε
να βασανίζει να βασανίζουν(ε) να βασανίζεται να βασανίζονται
Aorist να βασανίσω να βασανίσουμε, να βασανίσομε να βασανιστώ να βασανιστούμε
να βασανίσεις να βασανίσετε να βασανιστείς να βασανιστείτε
να βασανίσει να βασανίσουν(ε) να βασανιστεί να βασανιστούν(ε)
Perf να έχω βασανίσει
να έχω βασανισμένο
να έχουμε βασανίσει
να έχουμε βασανισμένο
να έχω βασανιστεί
να είμαι βασανισμένος, -η
να έχουμε βασανιστεί
να είμαστε βασανισμένοι, -ες
να έχεις βασανίσει
να έχεις βασανισμένο
να έχετε βασανίσει
να έχετε βασανισμένο
να έχεις βασανιστεί
να είσαι βασανισμένος, -η
να έχετε βασανιστεί
να είστε βασανισμένοι, -ες
να έχει βασανίσει
να έχει βασανισμένο
να έχουν βασανίσει
να έχουν βασανισμένο
να έχει βασανιστεί
να είναι βασανισμένος, -η, -ο
να έχουν βασανιστεί
να είναι βασανισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres βασάνιζε βασανίζετε βασανίζεστε
Aorist βασάνισε βασανίστε βασανίσου βασανιστείτε
Part
iciple
Pres βασανίζοντας βασανιζόμενος
Perf έχοντας βασανίσει, έχοντας βασανισμένο βασανισμένος, -η, -ο βασανισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist βασανίσει βασανιστεί