ΑΠΡΕΧΩ I am distant |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
απέχω, έχω | απέχουμε, απέχομε |
απέχεις | απέχετε | ||
απέχει | απέχουν(ε) | ||
Imper fect |
απείχα | απείχαμε | |
απείχες | απείχατε | ||
απείχε | απείχαν(ε) | ||
Aorist | (απείχα) | (απείχαμε) | |
(απείχες) | (απείχατε) | ||
(απείχε) | (απείχαν(ε)) | ||
Per fect |
έχω απόσχει | έχουμε απόσχει | |
έχεις απόσχει | έχετε απόσχει | ||
έχει απόσχει | έχουν απόσχει | ||
Plu per fect |
είχα απόσχει | είχαμε απόσχει | |
είχες απόσχει | είχατε απόσχει | ||
είχε απόσχει | είχαν απόσχει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα απέχω | θα απέχουμε, θα απέχομε | |
θα απέχεις | θα απέχετε | ||
θα απέχει | θα απέχουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα απόσχω | θα απόσχουμε, θα απόσχομε | |
θα απόσχεις | θα απόσχετε | ||
θα απόσχει | θα απόσχουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω απόσχει | θα έχουμε απόσχει | |
θα έχεις απόσχει | θα έχετε απόσχει | ||
θα έχει απόσχει | θα έχουν απόσχει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να απέχω | να απέχουμε, να απέχομε |
να απέχεις | να απέχετε | ||
να απέχει | να απέχουν(ε) | ||
Aorist | να απόσχω | να απόσχουμε, να απόσχομε | |
να απόσχεις | να απόσχετε | ||
να απόσχει | να απόσχουν(ε) | ||
Perf | να έχω απόσχει | να έχουμε απόσχει | |
να έχεις απόσχει | να έχετε απόσχει | ||
να έχει απόσχει | να έχουν απόσχει | ||
Imper ative |
Pres | απέχετε | |
Aorist | απόσχετε | ||
Part iciple |
Pres | απέχοντας | |
Perf | έχοντας απόσχει | ||
Infin | Aorist | απόσχει |