ΑΠΛΟΠΟΙΩ I simplify |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
απλοποιώ | απλοποιούμε | απλοποιούμαι | απλοποιούμαστε, απλοποιόμαστε |
απλοποιείς | απλοποιείτε | απλοποιείσαι | απλοποιείστε, απλοποιόσαστε | ||
απλοποιεί | απλοποιούν(ε) | απλοποιείται | απλοποιούνται | ||
Imper fect |
απλοποιούσα | απλοποιούσαμε | απλοποιούμουν απλοπιόμουν(α) |
απλοποιούμαστε απλοποιόμαστε, απλοποιόμασταν |
|
απλοποιούσες | απλοποιούσατε | απλοποιόσουν(α) | απλοποιόσαστε, απλοποιόσασταν | ||
απλοποιούσε | απλοποιούσαν(ε) | απλοποιούνταν, απλοποιείτο απλοποιόταν(ε) |
απλοποιούνταν, απλοποιούντο απλοποιόνταν(ε), απλοποιόντουσαν |
||
Aorist | απλοποίησα | απλοποιήσαμε | απλοποιήθηκα | απλοποιηθήκαμε | |
απλοποίησες | απλοποιήσατε | απλοποιήθηκες | απλοποιηθήκατε | ||
απλοποίησε | απλοποίησαν, απλοποιήσαν(ε) | απλοποιήθηκε | απλοποιήθηκαν, απλοποιηθήκαν(ε) | ||
Perf ect |
|||||
Plu perf ect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα απλοποιώ | θα απλοποιούμε | θα απλοποιούμαι | θα απλοποιούμαστε, θα απλοποιόμαστε | |
θα απλοποιείς | θα απλοποιείτε | θα απλοποιείσαι | θα απλοποιείστε, θα απλοποιόσαστε | ||
θα απλοποιεί | θα απλοποιούν(ε) | θα απλοποιείται | θα απλοποιούνται | ||
Simp Fut |
θα απλοποιήσω | θα απλοποιήσουμε | θα απλοποιηθώ | θα απλοποιηθούμε | |
θα απλοποιήσεις | θα απλοποιήσετε | θα απλοποιηθείς | θα απλοποιηθείτε | ||
θα απλοποιήσει | θα απλοποιήσουν(ε) | θα απλοποιηθεί | θα απλοποιηθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να απλοποιώ | να απλοποιούμε | να απλοποιούμαι | να απλοποιούμαστε, να απλοποιόμαστε |
να απλοποιείς | να απλοποιείτε | να απλοποιείσαι | να απλοποιείστε, να απλοποιόσαστε | ||
να απλοποιεί | να απλοποιούν(ε) | να απλοποιείται | να απλοποιούνται | ||
Aorist | να απλοποιήσω | να απλοποιηθώ | να απλοποιηθούμε | ||
να απλοποιήσεις | να απλοποιήσετε | να απλοποιηθείς | να απλοποιηθείτε | ||
να απλοποιήσει | να απλοποιήσουν(ε) | να απλοποιηθεί | να απλοποιηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | απλοποιείτε | απλοποιείστε | ||
Aorist | απλοποίησε | απλοποιήστε, απλοποιήσετε | απλοποιήσου | απλοποιηθείτε | |
Part iciple |
Pres | απλοποιώντας | |||
Perf | έχοντας απλοποιήσει, |
απλοποιημένος, -η, -ο | απλοποιημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | απλοποιήσει | απλοποιηθεί |