ΕΙΔΟΠΟΙΩ I notify |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ειδοποιώ |
ειδοποιούμε |
ειδοποιούμαι |
ειδοποιούμαστε, ειδοποιόμαστε |
| ειδοποιείς |
ειδοποιείτε |
ειδοποιείσαι |
ειδοποιείστε, ειδοποιόσαστε |
| ειδοποιεί |
ειδοποιούν(ε) |
ειδοποιείται |
ειδοποιούνται |
Imper fect |
ειδοποιούσα |
ειδοποιούσαμε |
ειδοποιούμουν
ειδοπιόμουν(α) |
ειδοποιούμαστε
ειδοποιόμαστε, ειδοποιόμασταν |
| ειδοποιούσες |
ειδοποιούσατε |
ειδοποιόσουν(α) |
ειδοποιόσαστε, ειδοποιόσασταν |
| ειδοποιούσε |
ειδοποιούσαν(ε) |
ειδοποιούνταν, ειδοποιείτο
ειδοποιόταν(ε) |
ειδοποιούνταν, ειδοποιούντο
ειδοποιόνταν(ε), ειδοποιόντουσαν |
| Aorist |
ειδοποίησα |
ειδοποιήσαμε |
ειδοποιήθηκα |
ειδοποιηθήκαμε |
| ειδοποίησες |
ειδοποιήσατε |
ειδοποιήθηκες |
ειδοποιηθήκατε |
| ειδοποίησε |
ειδοποίησαν, ειδοποιήσαν(ε) |
ειδοποιήθηκε |
ειδοποιήθηκαν, ειδοποιηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω ειδοποιήσει
έχω ειδοποιημένο |
έχουμε ειδοποιήσει
έχουμε ειδοποιημένο |
έχω ειδοποιηθεί
είμαι ειδοποιημένος, -η |
έχουμε ειδοποιηθεί
είμαστε ειδοποιημένοι, -ες |
έχεις ειδοποιήσει
έχεις ειδοποιημένο |
έχετε ειδοποιήσει
έχετε ειδοποιημένο |
έχεις ειδοποιηθεί
είσαι ειδοποιημένος, -η |
έχετε ειδοποιηθεί
είστε ειδοποιημένοι, -ες |
έχει ειδοποιήσει
έχει ειδοποιημένο |
έχουν ειδοποιήσει
έχουν ειδοποιημένο |
έχει ειδοποιηθεί
είναι ειδοποιημένος, -η, -ο |
έχουν ειδοποιηθεί
είναι ειδοποιημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα ειδοποιήσει
είχα ειδοποιημένο |
είχαμε ειδοποιήσει
είχαμε ειδοποιημένο |
είχα ειδοποιηθεί
ήμουν ειδοποιημένος, -η |
είχαμε ειδοποιηθεί
ήμαστε ειδοποιημένοι, -ες |
είχες ειδοποιήσει
είχες ειδοποιημένο |
είχατε ειδοποιήσει
είχατε ειδοποιημένο |
είχες ειδοποιηθεί
ήσουν ειδοποιημένος, -η |
είχατε ειδοποιηθεί
ήσαστε ειδοποιημένοι, -ες |
είχε ειδοποιήσει
είχε ειδοποιημένο |
είχαν ειδοποιήσει
είχαν ειδοποιημένο |
είχε ειδοποιηθεί
ήταν ειδοποιημένος, -η, -ο |
είχαν ειδοποιηθεί
ήταν ειδοποιημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα ειδοποιώ |
θα ειδοποιούμε |
θα ειδοποιούμαι |
θα ειδοποιούμαστε, θα ειδοποιόμαστε |
| θα ειδοποιείς |
θα ειδοποιείτε |
θα ειδοποιείσαι |
θα ειδοποιείστε, θα ειδοποιόσαστε |
| θα ειδοποιεί |
θα ειδοποιούν(ε) |
θα ειδοποιείται |
θα ειδοποιούνται |
Simp Fut |
θα ειδοποιήσω |
θα ειδοποιήσουμε |
θα ειδοποιηθώ |
θα ειδοποιηθούμε |
| θα ειδοποιήσεις |
θα ειδοποιήσετε |
θα ειδοποιηθείς |
θα ειδοποιηθείτε |
| θα ειδοποιήσει |
θα ειδοποιήσουν(ε) |
θα ειδοποιηθεί |
θα ειδοποιηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω ειδοποιήσει
θα έχω ειδοποιημένο |
θα έχουμε ειδοποιήσει
θα έχουμε ειδοποιημένο |
θα έχω ειδοποιηθεί
θα είμαι ειδοποιημένος, -η |
θα έχουμε ειδοποιηθεί
θα είμαστε ειδοποιημένοι, -ες |
θα έχεις ειδοποιήσει
θα έχεις ειδοποιημένο |
θα έχετε ειδοποιήσει
θα έχετε ειδοποιημένο |
θα έχεις ειδοποιηθεί
θα είσαι ειδοποιημένος, -η |
θα έχετε ειδοποιηθεί
θα είστε ειδοποιημένοι, -η |
θα έχει ειδοποιήσει
θα έχει ειδοποιημένο |
θα έχουν ειδοποιήσει
θα έχουν ειδοποιημένο |
θα έχει ειδοποιηθεί
θα είναι ειδοποιημένος, -η, -ο |
θα έχουν ειδοποιηθεί
θα είναι ειδοποιημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ειδοποιώ |
να ειδοποιούμε |
να ειδοποιούμαι |
να ειδοποιούμαστε, να ειδοποιόμαστε |
| να ειδοποιείς |
να ειδοποιείτε |
να ειδοποιείσαι |
να ειδοποιείστε, να ειδοποιόσαστε |
| να ειδοποιεί |
να ειδοποιούν(ε) |
να ειδοποιείται |
να ειδοποιούνται |
| Aorist |
να ειδοποιήσω |
να ειδοποιήσουμε, να ειδοποιήσομε |
να ειδοποιηθώ |
να ειδοποιηθούμε |
| να ειδοποιήσεις |
να ειδοποιήσετε |
να ειδοποιηθείς |
να ειδοποιηθείτε |
| να ειδοποιήσει |
να ειδοποιήσουν(ε) |
να ειδοποιηθεί |
να ειδοποιηθούν(ε) |
| Perf |
να έχω ειδοποιήσει
να έχω ειδοποιημένο |
να έχουμε ειδοποιήσει
να έχουμε ειδοποιημένο |
να έχω ειδοποιηθεί
να είμαι ειδοποιημένος, -η |
να έχουμε ειδοποιηθεί
να είμαστε ειδοποιημένοι, -ες |
να έχεις ειδοποιήσει
να έχεις ειδοποιημένο |
να έχετε ειδοποιήσει
να έχετε ειδοποιημένο |
να έχεις ειδοποιηθεί
να είσαι ειδοποιημένος, -η |
να έχετε ειδοποιηθεί
να είστε ειδοποιημένοι, -ες |
να έχει ειδοποιήσει
να έχει ειδοποιημένο |
να έχουν ειδοποιήσει
να έχουν ειδοποιημένο |
να έχει ειδοποιηθεί
να είναι ειδοποιημένος, -η, -ο |
να έχουν ειδοποιηθεί
να είναι ειδοποιημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
ειδοποιείτε |
|
ειδοποιείστε |
| Aorist |
ειδοποίησε |
ειδοποιήστε, ειδοποιήσετε |
ειδοποιήσου |
ειδοποιηθείτε |
Part iciple |
Pres |
ειδοποιώντας |
|
| Perf |
έχοντας ειδοποιήσει, έχοντας ειδοποιημένο |
ειδοποιημένος, -η, -ο |
ειδοποιημένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
ειδοποιήσει |
ειδοποιηθεί |