| ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΖΩ I capture |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αιχμαλωτίζω | αιχμαλωτίζουμε, αιχμαλωτίζομε | αιχμαλωτίζομαι | αιχμαλωτιζόμαστε |
| αιχμαλωτίζεις | αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίζεσαι | αιχμαλωτίζεστε, αιχμαλωτιζόσαστε | ||
| αιχμαλωτίζει | αιχμαλωτίζουν(ε) | αιχμαλωτίζεται | αιχμαλωτίζονται | ||
| Imper fect |
αιχμαλώτιζα | αιχμαλωτίζαμε | αιχμαλωτιζόμουν(α) | αιχμαλωτιζόμαστε, αιχμαλωτιζόμασταν | |
| αιχμαλώτιζες | αιχμαλωτίζατε | αιχμαλωτιζόσουν(α) | αιχμαλωτιζόσαστε, αιχμαλωτιζόσασταν | ||
| αιχμαλώτιζε | αιχμαλώτιζαν, αιχμαλωτίζαν(ε) | αιχμαλωτιζόταν(ε) | αιχμαλωτίζονταν, αιχμαλωτιζόντανε, αιχμαλωτιζόντουσαν | ||
| Aorist | αιχμαλώτισα | αιχμαλωτίσαμε | αιχμαλωτίστηκα | αιχμαλωτιστήκαμε | |
| αιχμαλώτισες | αιχμαλωτίσατε | αιχμαλωτίστηκες | αιχμαλωτιστήκατε | ||
| αιχμαλώτισε | αιχμαλώτισαν, αιχμαλωτίσαν(ε) | αιχμαλωτίστηκε | αιχμαλωτίστηκαν, αιχμαλωτιστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω αιχμαλωτίσει έχω αιχμαλωτισμένο |
έχουμε αιχμαλωτίσει έχουμε αιχμαλωτισμένο |
έχω αιχμαλωτιστεί είμαι αιχμαλωτισμένος, -η |
έχουμε αιχμαλωτιστεί είμαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες |
|
| έχεις αιχμαλωτίσει έχεις αιχμαλωτισμένο |
έχετε αιχμαλωτίσει έχετε αιχμαλωτισμένο |
έχεις αιχμαλωτιστεί είσαι αιχμαλωτισμένος, -η |
έχετε αιχμαλωτιστεί είστε αιχμαλωτισμένοι, -ες |
||
| έχει αιχμαλωτίσει έχει αιχμαλωτισμένο |
έχουν αιχμαλωτίσει έχουν αιχμαλωτισμένο |
έχει αιχμαλωτιστεί είναι αιχμαλωτισμένος, -η, -ο |
έχουν αιχμαλωτιστεί είναι αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα αιχμαλωτίσει είχα αιχμαλωτισμένο |
είχαμε αιχμαλωτίσει είχαμε αιχμαλωτισμένο |
είχα αιχμαλωτιστεί ήμουν αιχμαλωτισμένος, -η |
είχαμε αιχμαλωτιστεί ήμαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες |
|
| είχες αιχμαλωτίσει είχες αιχμαλωτισμένο |
είχατε αιχμαλωτίσει είχατε αιχμαλωτισμένο |
είχες αιχμαλωτιστεί ήσουν αιχμαλωτισμένος, -η |
είχατε αιχμαλωτιστεί ήσαστε αιχμαλωτισμένοι, -ες |
||
| είχε αιχμαλωτίσει είχε αιχμαλωτισμένο |
είχαν αιχμαλωτίσει είχαν αιχμαλωτισμένο |
είχε αιχμαλωτιστεί ήταν αιχμαλωτισμένος, -η, -ο |
είχαν αιχμαλωτιστεί ήταν αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα αιχμαλωτίζω | θα αιχμαλωτίζουμε, |
θα αιχμαλωτίζομαι | θα αιχμαλωτιζόμαστε | |
| θα αιχμαλωτίζεις | θα αιχμαλωτίζετε | θα αιχμαλωτίζεσαι | θα αιχμαλωτίζεστε, |
||
| θα αιχμαλωτίζει | θα αιχμαλωτίζουν(ε) | θα αιχμαλωτίζεται | θα αιχμαλωτίζονται | ||
| Simp Fut |
θα αιχμαλωτίσω | θα αιχμαλωτίσουμε, |
θα αιχμαλωτιστώ | θα αιχμαλωτιστούμε | |
| θα αιχμαλωτίσεις | θα αιχμαλωτίσετε | θα αιχμαλωτιστείς | θα αιχμαλωτιστείτε | ||
| θα αιχμαλωτίσει | θα αιχμαλωτίσουν(ε) | θα αιχμαλωτιστεί | θα αιχμαλωτιστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αιχμαλωτίζω | να αιχμαλωτίζουμε, |
να αιχμαλωτίζομαι | να αιχμαλωτιζόμαστε |
| να αιχμαλωτίζεις | να αιχμαλωτίζετε | να αιχμαλωτίζεσαι | να αιχμαλωτίζεστε, |
||
| να αιχμαλωτίζει | να αιχμαλωτίζουν(ε) | να αιχμαλωτίζεται | να αιχμαλωτίζονται | ||
| Aorist | να αιχμαλωτίσω | να αιχμαλωτίσουμε, |
να αιχμαλωτιστώ | να αιχμαλωτιστούμε | |
| να αιχμαλωτίσεις | να αιχμαλωτίσετε | να αιχμαλωτιστείς | να αιχμαλωτιστείτε | ||
| να αιχμαλωτίσει | να αιχμαλωτίσουν(ε) | να αιχμαλωτιστεί | να αιχμαλωτιστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω αιχμαλωτίσει |
να έχουμε αιχμαλωτίσει |
να έχω αιχμαλωτιστεί |
να έχουμε αιχμαλωτιστεί |
|
| να έχεις αιχμαλωτίσει |
να έχετε αιχμαλωτίσει |
να έχεις αιχμαλωτιστεί |
να έχετε αιχμαλωτιστεί |
||
| να έχει αιχμαλωτίσει |
να έχουν αιχμαλωτίσει |
να έχει αιχμαλωτιστεί |
να έχουν αιχμαλωτιστεί |
||
| Imper ative |
Pres | αιχμαλώτιζε | αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίζεστε | |
| Aorist | αιχμαλώτισε | αιχμαλωτίστε | αιχμαλωτίσου | αιχμαλωτιστείτε | |
| Part iciple |
Pres | αιχμαλωτίζοντας | αιχμαλωτιζόμενος | ||
| Perf | έχοντας αιχμαλωτίσει, έχοντας αιχμαλωτισμένο | αιχμαλωτισμένος, -η, -ο | αιχμαλωτισμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | αιχμαλωτίσει | αιχμαλωτιστεί | ||