[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ
I feel
Active/Middle
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αισθάνομαι αισθανόμαστε
αισθάνεσαι αισθάνεστε, αισθανόσαστε
αισθάνεται αισθάνονται
Imper
fect
αισθανόμουν(α) αισθανόμαστε, αισθανόμασταν
αισθανόσουν(α) αισθανόσαστε, αισθανόσασταν
αισθανόταν(ε) αισθάνονταν, αισθανόντανε, αισθανόντουσαν
Aorist αισθάνθηκα αισθανθήκαμε
αισθάνθηκες αισθανθήκατε
αισθάνθηκε αισθάνθηκαν, αισθανθήκαν(ε)
Per
fect
έχω αισθανθεί έχουμε αισθανθεί
έχεις αισθανθεί έχετε αισθανθεί
έχει αισθανθεί έχουν αισθανθεί
Plu
per
fect
είχα αισθανθεί είχαμε αισθανθεί
είχες αισθανθεί είχατε αισθανθεί
είχε αισθανθεί είχαν αισθανθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα αισθάνομαι θα αισθανόμαστε
θα αισθάνεσαι θα αισθάνεστε, θα αισθανόσαστε
θα αισθάνεται θα αισθάνονται
Simp
Fut
θα αισθανθώ θα αισθανθούμε
θα αισθανθείς θα αισθανθείτε
θα αισθανθεί θα αισθανθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αισθανθεί θα έχουμε αισθανθεί
θα έχεις αισθανθεί θα έχετε αισθανθεί
θα έχει αισθανθεί θα έχουν αισθανθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αισθάνομαι να αισθανόμαστε
να αισθάνεσαι να αισθάνεστε, να αισθανόσαστε
να αισθάνεται να αισθάνονται
Aorist να αισθανθώ να αισθανθούμε
να αισθανθείς να αισθανθείτε
να αισθανθεί να αισθανθούν(ε)
Perf να έχω αισθανθεί να έχουμε αισθανθεί
να έχεις αισθανθεί να έχετε αισθανθεί
να έχει αισθανθεί να έχουν αισθανθεί
Imper
ative
Pres αισθάνεστε
Aorist αισθανθείτε
Part
iciple
Pres αισθανόμενος
Perf
Infin Aorist αισθανθεί