[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΖΥΓΙΖΩ
I weigh
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ζυγίζω ζυγίζουμε, ζυγίζομε ζυγίζομαι ζυγιζόμαστε
ζυγίζεις ζυγίζετε ζυγίζεσαι ζυγίζεστε, ζυγιζόσαστε
ζυγίζει ζυγίζουν(ε) ζυγίζεται ζυγίζονται
Imper
fect
ζύγιζα ζυγίζαμε ζυγιζόμουν(α) ζυγιζόμαστε, ζυγιζόμασταν
ζύγιζες ζυγίζατε ζυγιζόσουν(α) ζυγιζόσαστε, ζυγιζόσασταν
ζύγιζε ζύγιζαν, ζυγίζαν(ε) ζυγιζόταν(ε) ζυγίζονταν, ζυγιζόντανε, ζυγιζόντουσαν
Aorist ζύγισα ζυγίσαμε ζυγίστηκα ζυγιστήκαμε
ζύγισες ζυγίσατε ζυγίστηκες ζυγιστήκατε
ζύγισε ζύγισαν, ζυγίσαν(ε) ζυγίστηκε ζυγίστηκαν, ζυγιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω ζυγίσει
έχω ζυγισμένο
έχουμε ζυγίσει
έχουμε ζυγισμένο
έχω ζυγιστεί
είμαι ζυγισμένος, -η
έχουμε ζυγιστεί
είμαστε ζυγισμένοι, -ες
έχεις ζυγίσει
έχεις ζυγισμένο
έχετε ζυγίσει
έχετε ζυγισμένο
έχεις ζυγιστεί
είσαι ζυγισμένος, -η
έχετε ζυγιστεί
είστε ζυγισμένοι, -ες
έχει ζυγίσει
έχει ζυγισμένο
έχουν ζυγίσει
έχουν ζυγισμένο
έχει ζυγιστεί
είναι ζυγισμένος, -η, -ο
έχουν ζυγιστεί
είναι ζυγισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ζυγίσει
είχα ζυγισμένο
είχαμε ζυγίσει
είχαμε ζυγισμένο
είχα ζυγιστεί
ήμουν ζυγισμένος, -η
είχαμε ζυγιστεί
ήμαστε ζυγισμένοι, -ες
είχες ζυγίσει
είχες ζυγισμένο
είχατε ζυγίσει
είχατε ζυγισμένο
είχες ζυγιστεί
ήσουν ζυγισμένος, -η
είχατε ζυγιστεί
ήσαστε ζυγισμένοι, -ες
είχε ζυγίσει
είχε ζυγισμένο
είχαν ζυγίσει
είχαν ζυγισμένο
είχε ζυγιστεί
ήταν ζυγισμένος, -η, -ο
είχαν ζυγιστεί
ήταν ζυγισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ζυγίζω θα ζυγίζουμε, θα ζυγίζομε θα ζυγίζομαι θα ζυγιζόμαστε
θα ζυγίζεις θα ζυγίζετε θα ζυγίζεσαι θα ζυγίζεστε, θα ζυγιζόσαστε
θα ζυγίζει θα ζυγίζουν(ε) θα ζυγίζεται θα ζυγίζονται
Simp
Fut
θα ζυγίσω θα ζυγίσουμε, θα ζυγίζομε θα ζυγιστώ θα ζυγιστούμε
θα ζυγίσεις θα ζυγίσετε θα ζυγιστείς θα ζυγιστείτε
θα ζυγίσει θα ζυγίσουν(ε) θα ζυγιστεί θα ζυγιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ζυγίσει
θα έχω ζυγισμένο
θα έχουμε ζυγίσει
θα έχουμε ζυγισμένο
θα έχω ζυγιστεί
θα είμαι ζυγισμένος, -η
θα έχουμε ζυγιστεί
θα είμαστε ζυγισμένοι, -ες
θα έχεις ζυγίσει
θα έχεις ζυγισμένο
θα έχετε ζυγίσει
θα έχετε ζυγισμένο
θα έχεις ζυγιστεί
θα είσαι ζυγισμένος, -η
θα έχετε ζυγιστεί
θα είστε ζυγισμένοι, -ες
θα έχει ζυγίσει
θα έχει ζυγισμένο
θα έχουν ζυγίσει
θα έχουν ζυγισμένο
θα έχει ζυγιστεί
θα είναι ζυγισμένος, -η, -ο
θα έχουν ζυγιστεί
θα είναι ζυγισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ζυγίζω να ζυγίζουμε, να ζυγίζομε να ζυγίζομαι να ζυγιζόμαστε
να ζυγίζεις να ζυγίζετε να ζυγίζεσαι να ζυγίζεστε, να ζυγιζόσαστε
να ζυγίζει να ζυγίζουν(ε) να ζυγίζεται να ζυγίζονται
Aorist να ζυγίσω να ζυγίσουμε, να ζυγίσομε να ζυγιστώ να ζυγιστούμε
να ζυγίσεις να ζυγίσετε να ζυγιστείς να ζυγιστείτε
να ζυγίσει να ζυγίσουν(ε) να ζυγιστεί να ζυγιστούν(ε)
Perf να έχω ζυγίσει
να έχω ζυγισμένο
να έχουμε ζυγίσει
να έχουμε ζυγισμένο
να έχω ζυγιστεί
να είμαι ζυγισμένος, -η
να έχουμε ζυγιστεί
να είμαστε ζυγισμένοι, -ες
να έχεις ζυγίσει
να έχεις ζυγισμένο
να έχετε ζυγίσει
να έχετε ζυγισμένο
να έχεις ζυγιστεί
να είσαι ζυγισμένος, -η
να έχετε ζυγιστεί
να είστε ζυγισμένοι, -ες
να έχει ζυγίσει
να έχει ζυγισμένο
να έχουν ζυγίσει
να έχουν ζυγισμένο
να έχει ζυγιστεί
να είναι ζυγισμένος, -η, -ο
να έχουν ζυγιστεί
να είναι ζυγισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ζύγιζε ζυγίζετε ζυγίζεστε
Aorist ζύγισε ζυγίστε ζυγίσου ζυγιστείτε
Part
iciple
Pres ζυγίζοντας ζυγιζόμενος
Perf έχοντας ζυγίσει, έχοντας ζυγισμένο ζυγισμένος, -η, -ο ζυγισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ζυγίσει ζυγιστεί