[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΧΟΡΕΥΩ
I dance
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
χορεύω χορεύουμε, χορεύομε
χορεύεις χορεύετε
χορεύει χορεύουν(ε)
Imper
fect
χόρευα χορεύαμε
χόρευες χορεύατε
χόρευε χόρευαν, χορεύαν(ε)
Aorist χόρεψα χορέψαμε
χόρεψες χορέψατε
χόρεψε χόρεψαν, χορέψαν(ε)
Per
fect
έχω χορέψει έχουμε χορέψει
έχεις χορέψει έχετε χορέψει
έχει χορέψει έχουν χορέψει
Plu
per
fect
είχα χορέψει είχαμε χορέψει
είχες χορέψει είχατε χορέψει
είχε χορέψει είχαν χορέψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα χορεύω θα χορεύουμε, θα χορεύομε
θα χορεύεις θα χορεύετε
θα χορεύει θα χορεύουν(ε)
Simp
Fut
θα χορέψω θα χορέψουμε, θα χορέψομε
θα χορέψεις θα χορέψετε
θα χορέψει θα χορέψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω χορέψει θα έχουμε χορέψει
θα έχεις χορέψει θα έχετε χορέψει
θα έχει χορέψει θα έχουν χορέψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να χορεύω να χορεύουμε, να χορεύομε
να χορεύεις να χορεύετε
να χορεύει να χορεύουν(ε)
Aorist να χορέψω να χορέψουμε, να χορέψομε
να χορέψεις να χορέψετε
να χορέψει να χορέψουν(ε)
Perf να έχω χορέψει να έχουμε χορέψει
να έχεις χορέψει να έχετε χορέψει
να έχει χορέψει να έχουν χορέψει
Imper
ative
Pres χόρευε χορεύετε
Aorist χόρεψε χορέψτε, χορεύτε
Part
iciple
Pres χορεύοντας
Perf έχοντας χορέψει
Infin Aorist χορέψει