| ΧΑΡΑΚΤΗ... I characterize |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
χαρακτηρίζω | χαρακτηρίζουμε, χαρακτηρίζομε | χαρακτηρίζομαι | χαρακτηριζόμαστε |
| χαρακτηρίζεις | χαρακτηρίζετε | χαρακτηρίζεσαι | χαρακτηρίζεστε, χαρακτηριζόσαστε | ||
| χαρακτηρίζει | χαρακτηρίζουν(ε) | χαρακτηρίζεται | χαρακτηρίζονται | ||
| Imper fect |
χαρακτήριζα | χαρακτηρίζαμε | χαρακτηριζόμουν(α) | χαρακτηριζόμαστε, χαρακτηριζόμασταν | |
| χαρακτήριζες | χαρακτηρίζατε | χαρακτηριζόσουν(α) | χαρακτηριζόσαστε, χαρακτηριζόσασταν | ||
| χαρακτήριζε | χαρακτήριζαν, χαρακτηρίζαν(ε) | χαρακτηριζόταν(ε) | χαρακτηρίζονταν, χαρακτηριζόντανε, χαρακτηριζόντουσαν | ||
| Aorist | χαρακτήρισα | χαρακτηρίσαμε | χαρακτηρίστηκα | χαρακτηριστήκαμε | |
| χαρακτήρισες | χαρακτηρίσατε | χαρακτηρίστηκες | χαρακτηριστήκατε | ||
| χαρακτήρισε | χαρακτήρισαν, χαρακτηρίσαν(ε) | χαρακτηρίστηκε | χαρακτηρίστηκαν, χαρακτηριστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω χαρακτηρίσει έχω χαρακτηρισμένο |
έχουμε χαρακτηρίσει έχουμε χαρακτηρισμένο |
έχω χαρακτηριστεί είμαι χαρακτηρισμένος, -η |
έχουμε χαρακτηριστεί είμαστε χαρακτηρισμένοι, -ες |
|
| έχεις χαρακτηρίσει έχεις χαρακτηρισμένο |
έχετε χαρακτηρίσει έχετε χαρακτηρισμένο |
έχεις χαρακτηριστεί είσαι χαρακτηρισμένος, -η |
έχετε χαρακτηριστεί είστε χαρακτηρισμένοι, -ες |
||
| έχει χαρακτηρίσει έχει χαρακτηρισμένο |
έχουν χαρακτηρίσει έχουν χαρακτηρισμένο |
έχει χαρακτηριστεί είναι χαρακτηρισμένος, -η, -ο |
έχουν χαρακτηριστεί είναι χαρακτηρισμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα χαρακτηρίσει είχα χαρακτηρισμένο |
είχαμε χαρακτηρίσει είχαμε χαρακτηρισμένο |
είχα χαρακτηριστεί ήμουν χαρακτηρισμένος, -η |
είχαμε χαρακτηριστεί ήμαστε χαρακτηρισμένοι, -ες |
|
| είχες χαρακτηρίσει είχες χαρακτηρισμένο |
είχατε χαρακτηρίσει είχατε χαρακτηρισμένο |
είχες χαρακτηριστεί ήσουν χαρακτηρισμένος, -η |
είχατε χαρακτηριστεί ήσαστε χαρακτηρισμένοι, -ες |
||
| είχε χαρακτηρίσει είχε χαρακτηρισμένο |
είχαν χαρακτηρίσει είχαν χαρακτηρισμένο |
είχε χαρακτηριστεί ήταν χαρακτηρισμένος, -η, -ο |
είχαν χαρακτηριστεί ήταν χαρακτηρισμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα χαρακτηρίζω | θα χαρακτηρίζουμε, |
θα χαρακτηρίζομαι | θα χαρακτηριζόμαστε | |
| θα χαρακτηρίζεις | θα χαρακτηρίζετε | θα χαρακτηρίζεσαι | θα χαρακτηρίζεστε, |
||
| θα χαρακτηρίζει | θα χαρακτηρίζουν(ε) | θα χαρακτηρίζεται | θα χαρακτηρίζονται | ||
| Simp Fut |
θα χαρακτηρίσω | θα χαρακτηρίσουμε, |
θα χαρακτηριστώ | θα χαρακτηριστούμε | |
| θα χαρακτηρίσεις | θα χαρακτηρίσετε | θα χαρακτηριστείς | θα χαρακτηριστείτε | ||
| θα χαρακτηρίσει | θα χαρακτηρίσουν(ε) | θα χαρακτηριστεί | θα χαρακτηριστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να χαρακτηρίζω | να χαρακτηρίζουμε, |
να χαρακτηρίζομαι | να χαρακτηριζόμαστε |
| να χαρακτηρίζεις | να χαρακτηρίζετε | να χαρακτηρίζεσαι | να χαρακτηρίζεστε, |
||
| να χαρακτηρίζει | να χαρακτηρίζουν(ε) | να χαρακτηρίζεται | να χαρακτηρίζονται | ||
| Aorist | να χαρακτηρίσω | να χαρακτηρίσουμε, |
να χαρακτηριστώ | να χαρακτηριστούμε | |
| να χαρακτηρίσεις | να χαρακτηρίσετε | να χαρακτηριστείς | να χαρακτηριστείτε | ||
| να χαρακτηρίσει | να χαρακτηρίσουν(ε) | να χαρακτηριστεί | να χαρακτηριστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω χαρακτηρίσει |
να έχουμε χαρακτηρίσει |
να έχω χαρακτηριστεί |
να έχουμε χαρακτηριστεί |
|
| να έχεις χαρακτηρίσει |
να έχετε χαρακτηρίσει |
να έχεις χαρακτηριστεί |
να έχετε χαρακτηριστεί |
||
| να έχει χαρακτηρίσει |
να έχουν χαρακτηρίσει |
να έχει χαρακτηριστεί |
να έχουν χαρακτηριστεί |
||
| Imper ative |
Pres | χαρακτήριζε | χαρακτηρίζετε | χαρακτηρίζεστε | |
| Aorist | χαρακτήρισε | χαρακτηρίστε | χαρακτηρίσου | χαρακτηριστείτε | |
| Part iciple |
Pres | χαρακτηρίζοντας | χαρακτηριζόμενος | ||
| Perf | έχοντας χαρακτηρίσει, έχοντας χαρακτηρισμένο | χαρακτηρισμένος, -η, -ο | χαρακτηρισμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | χαρακτηρίσει | χαρακτηριστεί | ||