[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΤΡΕΠΩ
I divert
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
τρέπω τρέπουμε, τρέπομε τρέπομαι τρεπόμαστε
τρέπεις τρέπετε τρέπεσαι τρέπεστε, τρεπόσαστε
τρέπει τρέπουν(ε) τρέπεται τρέπονται
Imper
fect
έτρεπα τρέπαμε τρεπόμουν(α) τρεπόμαστε, τρεπόμασταν
έτρεπες τρέπατε τρεπόσουν(α) τρεπόσαστε, τρεπόσασταν
έτρεπε έτρεπαν, τρέπαν(ε) τρεπόταν(ε) τρέπονταν, τρεπόντανε, τρεπόντουσαν
Aorist έτρεψα τρέψαμε τράπηκα τραπήκαμε
έτρεψες τρέψατε τράπηκες τραπήκατε
έτρεψε έτρεψαν, τρέψαν(ε) τράπηκεε τράπηκαν, τραπήκαν(ε)
Per
fect
έχω τρέψει έχουμε τρέψει έχω τραπεί έχουμε τραπεί
έχεις τρέψει έχετε τρέψει έχεις τραπεί έχετε τραπεί
έχει τρέψει έχουν τρέψει έχει τραπεί έχουν τραπεί
Plu
per
fect
είχα τρέψει είχαμε τρέψει είχα τραπεί είχαμε τραπεί
είχες τρέψει είχατε τρέψει είχες τραπεί είχατε τραπεί
είχε τρέψει είχαν τρέψει είχε τραπεί είχαν τραπεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα τρέπω θα τρέπουμε, θα τρέπομε θα τρέπομαι θα τρεπόμαστε
θα τρέπεις θα τρέπετε θα τρέπεσαι θα τρέπεστε, θα τρεπόσαστε
θα τρέπει θα τρέπουν(ε) θα τρέπεται θα τρέπονται
Simp
Fut
θα τρέψω θα τρέψουμε, θα τρέψομε θα τραπώ θα τραπούμε
θα τρέψεις θα τρέψετε θα τραπείς θα τραπείτε
θα τρέψει θα τρέψουν(ε) θα τραπεί θα τραπούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω τρέψει θα έχουμε τρέψει θα έχω τραπεί θα έχουμε τραπεί
θα έχεις τρέψει θα έχετε τρέψει θα έχεις τραπεί θα έχετε τραπεί
θα έχει τρέψει θα έχουν τρέψει θα έχει τραπεί θα έχουν τραπεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να τρέπω να τρέπουμε, να τρέπομε να τρέπομαι να τρεπόμαστε
να τρέπεις να τρέπετε να τρέπεσαι να τρέπεστε, να τρεπόσαστε
να τρέπει να τρέπουν(ε) να τρέπεται να τρέπονται
Aorist να τρέψω να τρέψουμε, να τρέψομε να τραπώ να τραπούμε
να τρέψεις να τρέψετε να τραπείς να τραπείτε
να τρέψει να τρέψουν(ε) να τραπεί να τραπούν(ε)
Perf να έχω τρέψει να έχουμε τρέψει να έχω τραπεί να έχουμε τραπεί
να έχεις τρέψει να έχετε τρέψει να έχεις τραπεί να έχετε τραπεί
να έχει τρέψει να έχουν τρέψει να έχει τραπεί να έχουν τραπεί
Imper
ative
Pres τρέπε τρέπετε τρέπεστε
Aorist τρέψε τρέψτε, τρέψετε τραπείτε
Part
iciple
Pres τρέποντας
Perf έχοντας τρέψει
Infin Aorist τρέψει τραπεί