ΔΙΕΠΩ I govern |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διέπω | διέπουμε, διέπομε | διέπομαι | διεπόμαστε |
διέπεις | διέπετε | διέπεσαι | διέπεστε, διεπόσαστε | ||
διέπει | διέπουν(ε) | διέπεται | διέπονται | ||
Imper fect |
(δίεπα) | (διέπαμε) | (διεπόμουν(α)) | (διεπόμαστε, διεπόμασταν) | |
(δίεπες) | (διέπατε) | (διεπόσουν(α)) | (διεπόσαστε, διεπόσασταν) | ||
(δίεπε) | (δίεπαν, διέπαν(ε)) | (διεπόταν(ε)) | (διέπονταν, διεπόντανε, διεπόντουσαν) | ||
Fut ure Cont inuous |
θα διέπω | θα διέπουμε, |
θα διέπομαι | θα διεπόμαστε | |
θα διέπεις | θα διέπετε | θα διέπεσαι | θα διέπεστε, |
||
θα διέπει | θα διέπουν(ε) | θα διέπεται | θα διέπονται | ||
SUB JUNC TIVE |
Pres ent |
να διέπω | να διέπουμε, |
να διέπομαι | να διεπόμαστε |
να διέπεις | να διέπετε | να διέπεσαι | να διέπεστε, |
||
να διέπει | να διέπουν(ε) | να διέπεται | να διέπονται | ||
Imper ative |
Pres | (δίεπε) | διέπετε | διέπεστε | |
Part iciple |
Pres | διέποντας | διεπόμενος |