ΣΧΗΜΑΤΙΖΩ I form |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
σχηματίζω | σχηματίζουμε, σχηματίζομε | σχηματίζομαι | σχηματιζόμαστε |
σχηματίζεις | σχηματίζετε | σχηματίζεσαι | σχηματίζεστε, σχηματιζόσαστε | ||
σχηματίζει | σχηματίζουν(ε) | σχηματίζεται | σχηματίζονται | ||
Imper fect |
σχημάτιζα | σχηματίζαμε | σχηματιζόμουν(α) | σχηματιζόμαστε, σχηματιζόμασταν | |
σχημάτιζες | σχηματίζατε | σχηματιζόσουν(α) | σχηματιζόσαστε, σχηματιζόσασταν | ||
σχημάτιζε | σχημάτιζαν, σχηματίζαν(ε) | σχηματιζόταν(ε) | σχηματίζονταν, σχηματιζόντανε, σχηματιζόντουσαν | ||
Aorist | σχημάτισα | σχηματίσαμε | σχηματίστηκα | σχηματιστήκαμε | |
σχημάτισες | σχηματίσατε | σχηματίστηκες | σχηματιστήκατε | ||
σχημάτισε | σχημάτισαν, σχηματίσαν(ε) | σχηματίστηκε | σχηματίστηκαν, σχηματιστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω σχηματίσει έχω σχηματισμένο |
έχουμε σχηματίσει έχουμε σχηματισμένο |
έχω σχηματιστεί είμαι σχηματισμένος, -η |
έχουμε σχηματιστεί είμαστε σχηματισμένοι, -ες |
|
έχεις σχηματίσει έχεις σχηματισμένο |
έχετε σχηματίσει έχετε σχηματισμένο |
έχεις σχηματιστεί είσαι σχηματισμένος, -η |
έχετε σχηματιστεί είστε σχηματισμένοι, -ες |
||
έχει σχηματίσει έχει σχηματισμένο |
έχουν σχηματίσει έχουν σχηματισμένο |
έχει σχηματιστεί είναι σχηματισμένος, -η, -ο |
έχουν σχηματιστεί είναι σχηματισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα σχηματίσει είχα σχηματισμένο |
είχαμε σχηματίσει είχαμε σχηματισμένο |
είχα σχηματιστεί ήμουν σχηματισμένος, -η |
είχαμε σχηματιστεί ήμαστε σχηματισμένοι, -ες |
|
είχες σχηματίσει είχες σχηματισμένο |
είχατε σχηματίσει είχατε σχηματισμένο |
είχες σχηματιστεί ήσουν σχηματισμένος, -η |
είχατε σχηματιστεί ήσαστε σχηματισμένοι, -ες |
||
είχε σχηματίσει είχε σχηματισμένο |
είχαν σχηματίσει είχαν σχηματισμένο |
είχε σχηματιστεί ήταν σχηματισμένος, -η, -ο |
είχαν σχηματιστεί ήταν σχηματισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα σχηματίζω | θα σχηματίζουμε, |
θα σχηματίζομαι | θα σχηματιζόμαστε | |
θα σχηματίζεις | θα σχηματίζετε | θα σχηματίζεσαι | θα σχηματίζεστε, |
||
θα σχηματίζει | θα σχηματίζουν(ε) | θα σχηματίζεται | θα σχηματίζονται | ||
Simp Fut |
θα σχηματίσω | θα σχηματίσουμε, |
θα σχηματιστώ | θα σχηματιστούμε | |
θα σχηματίσεις | θα σχηματίσετε | θα σχηματιστείς | θα σχηματιστείτε | ||
θα σχηματίσει | θα σχηματίσουν(ε) | θα σχηματιστεί | θα σχηματιστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να σχηματίζω | να σχηματίζουμε, |
να σχηματίζομαι | να σχηματιζόμαστε |
να σχηματίζεις | να σχηματίζετε | να σχηματίζεσαι | να σχηματίζεστε, |
||
να σχηματίζει | να σχηματίζουν(ε) | να σχηματίζεται | να σχηματίζονται | ||
Aorist | να σχηματίσω | να σχηματίσουμε, |
να σχηματιστώ | να σχηματιστούμε | |
να σχηματίσεις | να σχηματίσετε | να σχηματιστείς | να σχηματιστείτε | ||
να σχηματίσει | να σχηματίσουν(ε) | να σχηματιστεί | να σχηματιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω σχηματίσει |
να έχουμε σχηματίσει |
να έχω σχηματιστεί |
να έχουμε σχηματιστεί |
|
να έχεις σχηματίσει |
να έχετε σχηματίσει |
να έχεις σχηματιστεί |
να έχετε σχηματιστεί |
||
να έχει σχηματίσει |
να έχουν σχηματίσει |
να έχει σχηματιστεί |
να έχουν σχηματιστεί |
||
Imper ative |
Pres | σχημάτιζε | σχηματίζετε | σχηματίζεστε | |
Aorist | σχημάτισε | σχηματίστε | σχηματίσου | σχηματιστείτε | |
Part iciple |
Pres | σχηματίζοντας | σχηματιζόμενος | ||
Perf | έχοντας σχηματίσει, έχοντας σχηματισμένο | σχηματισμένος, -η, -ο | σχηματισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | σχηματίσει | σχηματιστεί |