[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΣΥΓΧΩΡΩ
I forgive
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
συγχωράω, συγχωρώ συγχωράμε, συγχωρούμε συγχωριέμαι συγχωριόμαστε
συγχωράς συγχωράτε συγχωριέσαι συγχωριέστε, συγχωριόσαστε
συγχωράει, συγχωρά συγχωράν(ε), συγχωρούν(ε) συγχωριέται συγχωριούνται, συγχωριόνται
Imper
fect
συγχωρούσα, συγχώραγα συγχωρούσαμε, συγχωράγαμε συγχωριόμουν(α) συγχωριόμαστε, συγχωριόμασταν
συγχωρούσες, συγχώραγες συγχωρούσατε, συγχωράγατε συγχωριόσουν(α) συγχωριόσαστε, συγχωριόσασταν
συγχωρούσε, συγχώραγε συγχωρούσαν(ε), συγχώραγαν, συγχωράγανε συγχωριόταν(ε) συγχωριόνταν(ε), συγχωριούνταν, συγχωριόντουσαν
Aorist συγχώρεσα συγχωρέσαμε συγχωρέθηκα συγχωρεθήκαμε
συγχώρεσες συγχωρέσατε συγχωρέθηκες συγχωρεθήκατε
συγχώρεσε συγχώρεσαν, συγχωρέσαν(ε) συγχωρέθηκε συγχωρέθηκαν, συγχωρεθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω συγχωρέσει
έχω συγχωρεμένο
έχουμε συγχωρέσει
έχουμε συγχωρεμένο
έχω συγχωρεθεί
είμαι συγχωρεμένος, -η
έχουμε συγχωρεθεί
είμαστε συγχωρεμένοι, -ες
έχεις συγχωρέσει
έχεις συγχωρεμένο
έχετε συγχωρέσει
έχετε συγχωρεμένο
έχεις συγχωρεθεί
είσαι συγχωρεμένος, -η
έχετε συγχωρεθεί
είστε συγχωρεμένοι, -ες
έχει συγχωρέσει
έχει συγχωρεμένο
έχουν συγχωρέσει
έχουν συγχωρεμένο
έχει συγχωρεθεί
είναι συγχωρεμένος, -η, -ο
έχουν συγχωρεθεί
είναι συγχωρεμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα συγχωρέσει
είχα συγχωρεμένο
είχαμε συγχωρέσει
είχαμε συγχωρεμένο
είχα συγχωρεθεί
ήμουν συγχωρεμένος, -η
είχαμε συγχωρεθεί
ήμαστε συγχωρεμένοι, -ες
είχες συγχωρέσει
είχες συγχωρεμένο
είχατε συγχωρέσει
είχατε συγχωρεμένο
είχες συγχωρεθεί
ήσουν συγχωρεμένος, -η
είχατε συγχωρεθεί
ήσαστε συγχωρεμένοι, -ες
είχε συγχωρέσει
είχε συγχωρεμένο
είχαν συγχωρέσει
είχαν συγχωρεμένο
είχε συγχωρεθεί
ήταν συγχωρεμένος, -η, -ο
είχαν συγχωρεθεί
ήταν συγχωρεμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα συγχωράω, θα συγχωρώ θα συγχωράμε, θα συγχωρούμε θα συγχωριέμαι θα συγχωριόμαστε
θα συγχωράς θα συγχωράτε θα συγχωριέσαι θα συγχωριέστε, θα συγχωριόσαστε
θα συγχωράει, θα συγχωρά θα συγχωράν(ε), θα συγχωρούν(ε) θα συγχωριέται θα συγχωριούνται, θα συγχωριόνται
Simp
Fut
θα συγχωρέσω θα συγχωρέσουμε, θα συγχωρέσομε θα συγχωρεθώ θα συγχωρεθούμε
θα συγχωρέσεις θα συγχωρέσετε θα συγχωρεθείς θα συγχωρεθείτε
θα συγχωρέσει θα συγχωρέσουν(ε) θα συγχωρεθεί θα συγχωρεθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω συγχωρέσει
θα έχω συγχωρεμένο
θα έχουμε συγχωρέσει
θα έχουμε συγχωρεμένο
θα έχω συγχωρεθεί
θα είμαι συγχωρεμένος, -η
θα έχουμε συγχωρεθεί
θα είμαστε συγχωρεμένοι, -ες
θα έχεις συγχωρέσει
θα έχεις συγχωρεμένο
θα έχετε συγχωρέσει
θα έχετε συγχωρεμένο
θα έχεις συγχωρεθεί
θα είσαι συγχωρεμένος, -η
θα έχετε συγχωρεθεί
θα είστε συγχωρεμένοι, -ες
θα έχει συγχωρέσει
θα έχει συγχωρεμένο
θα έχουν συγχωρέσει
θα έχουν συγχωρεμένο
θα έχει συγχωρεθεί
θα είναι συγχωρεμένος, -η, -ο
θα έχουν συγχωρεθεί
θα είναι συγχωρεμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να συγχωράω, να συγχωρώ να συγχωράμε, να συγχωρούμε να συγχωριέμαι να συγχωριόμαστε
να συγχωράς να συγχωράτε να συγχωριέσαι να συγχωριέστε, να συγχωριόσαστε
να συγχωράει, να συγχωρά να συγχωράν(ε), να συγχωρούν(ε) να συγχωριέται να συγχωριούνται, να συγχωριόνται
Aorist να συγχωρέσω να συγχωρέσουμε, να συγχωρέσομε να συγχωρεθώ να συγχωρεθούμε
να συγχωρέσεις να συγχωρέσετε να συγχωρεθείς να συγχωρεθείτε
να συγχωρέσει να συγχωρέσουν(ε) να συγχωρεθεί να συγχωρεθούν(ε)
Perf να έχω συγχωρέσει
να έχω συγχωρεμένο
να έχουμε συγχωρέσει
να έχουμε συγχωρεμένο
να έχω συγχωρεθεί
να είμαι συγχωρεμένος, -η
να έχουμε συγχωρεθεί
να είμαστε συγχωρεμένοι, -ες
να έχεις συγχωρέσει
να έχεις συγχωρεμένο
να έχετε συγχωρέσει
να έχετε συγχωρεμένο
να έχεις συγχωρεθεί
να είσαι συγχωρεμένος, -η
να έχετε συγχωρεθεί
να είστε συγχωρεμένοι, -η
να έχει συγχωρέσει
να έχει συγχωρεμένο
να έχουν συγχωρέσει
να έχουν συγχωρεμένο
να έχει συγχωρεθεί
να είναι συγχωρεμένος, -η, -ο
να έχουν συγχωρεθεί
να είναι συγχωρεμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres συγχώρα, συγχώραγε συγχωράτε συγχωριέστε
Aorist συγχώρεσε, συγχώρα συγχωρέστε συγχωρέσου συγχωρεθείτε
Part
iciple
Pres συγχωρώντας
Perf έχοντας συγχωρέσει, έχοντας συγχωρεμένο συγχωρεμένος, -η, -ο συγχωρεμένοι, -ες, -α
Infin Aorist συγχωρέσει συγχωρεθεί