[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΣΚΟΤΙΖΩ
I darken
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σκοτίζω σκοτίζουμε, σκοτίζομε σκοτίζομαι σκοτιζόμαστε
σκοτίζεις σκοτίζετε σκοτίζεσαι σκοτίζεστε, σκοτιζόσαστε
σκοτίζει σκοτίζουν(ε) σκοτίζεται σκοτίζονται
Imper
fect
σκότιζα σκοτίζαμε σκοτιζόμουν(α) σκοτιζόμαστε, σκοτιζόμασταν
σκότιζες σκοτίζατε σκοτιζόσουν(α) σκοτιζόσαστε, σκοτιζόσασταν
σκότιζε σκότιζαν, σκοτίζαν(ε) σκοτιζόταν(ε) σκοτίζονταν, σκοτιζόντανε, σκοτιζόντουσαν
Aorist σκότισα σκοτίσαμε σκοτίστηκα σκοτιστήκαμε
σκότισες σκοτίσατε σκοτίστηκες σκοτιστήκατε
σκότισε σκότισαν, σκοτίσαν(ε) σκοτίστηκε σκοτίστηκαν, σκοτιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω σκοτίσει
έχω σκοτισμένο
έχουμε σκοτίσει
έχουμε σκοτισμένο
έχω σκοτιστεί
είμαι σκοτισμένος, -η
έχουμε σκοτιστεί
είμαστε σκοτισμένοι, -ες
έχεις σκοτίσει
έχεις σκοτισμένο
έχετε σκοτίσει
έχετε σκοτισμένο
έχεις σκοτιστεί
είσαι σκοτισμένος, -η
έχετε σκοτιστεί
είστε σκοτισμένοι, -ες
έχει σκοτίσει
έχει σκοτισμένο
έχουν σκοτίσει
έχουν σκοτισμένο
έχει σκοτιστεί
είναι σκοτισμένος, -η, -ο
έχουν σκοτιστεί
είναι σκοτισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα σκοτίσει
είχα σκοτισμένο
είχαμε σκοτίσει
είχαμε σκοτισμένο
είχα σκοτιστεί
ήμουν σκοτισμένος, -η
είχαμε σκοτιστεί
ήμαστε σκοτισμένοι, -ες
είχες σκοτίσει
είχες σκοτισμένο
είχατε σκοτίσει
είχατε σκοτισμένο
είχες σκοτιστεί
ήσουν σκοτισμένος, -η
είχατε σκοτιστεί
ήσαστε σκοτισμένοι, -ες
είχε σκοτίσει
είχε σκοτισμένο
είχαν σκοτίσει
είχαν σκοτισμένο
είχε σκοτιστεί
ήταν σκοτισμένος, -η, -ο
είχαν σκοτιστεί
ήταν σκοτισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σκοτίζω θα σκοτίζουμε, θα σκοτίζομε θα σκοτίζομαι θα σκοτιζόμαστε
θα σκοτίζεις θα σκοτίζετε θα σκοτίζεσαι θα σκοτίζεστε, θα σκοτιζόσαστε
θα σκοτίζει θα σκοτίζουν(ε) θα σκοτίζεται θα σκοτίζονται
Simp
Fut
θα σκοτίσω θα σκοτίσουμε, θα σκοτίζομε θα σκοτιστώ θα σκοτιστούμε
θα σκοτίσεις θα σκοτίσετε θα σκοτιστείς θα σκοτιστείτε
θα σκοτίσει θα σκοτίσουν(ε) θα σκοτιστεί θα σκοτιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σκοτίσει
θα έχω σκοτισμένο
θα έχουμε σκοτίσει
θα έχουμε σκοτισμένο
θα έχω σκοτιστεί
θα είμαι σκοτισμένος, -η
θα έχουμε σκοτιστεί
θα είμαστε σκοτισμένοι, -ες
θα έχεις σκοτίσει
θα έχεις σκοτισμένο
θα έχετε σκοτίσει
θα έχετε σκοτισμένο
θα έχεις σκοτιστεί
θα είσαι σκοτισμένος, -η
θα έχετε σκοτιστεί
θα είστε σκοτισμένοι, -ες
θα έχει σκοτίσει
θα έχει σκοτισμένο
θα έχουν σκοτίσει
θα έχουν σκοτισμένο
θα έχει σκοτιστεί
θα είναι σκοτισμένος, -η, -ο
θα έχουν σκοτιστεί
θα είναι σκοτισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σκοτίζω να σκοτίζουμε, να σκοτίζομε να σκοτίζομαι να σκοτιζόμαστε
να σκοτίζεις να σκοτίζετε να σκοτίζεσαι να σκοτίζεστε, να σκοτιζόσαστε
να σκοτίζει να σκοτίζουν(ε) να σκοτίζεται να σκοτίζονται
Aorist να σκοτίσω να σκοτίσουμε, να σκοτίσομε να σκοτιστώ να σκοτιστούμε
να σκοτίσεις να σκοτίσετε να σκοτιστείς να σκοτιστείτε
να σκοτίσει να σκοτίσουν(ε) να σκοτιστεί να σκοτιστούν(ε)
Perf να έχω σκοτίσει
να έχω σκοτισμένο
να έχουμε σκοτίσει
να έχουμε σκοτισμένο
να έχω σκοτιστεί
να είμαι σκοτισμένος, -η
να έχουμε σκοτιστεί
να είμαστε σκοτισμένοι, -ες
να έχεις σκοτίσει
να έχεις σκοτισμένο
να έχετε σκοτίσει
να έχετε σκοτισμένο
να έχεις σκοτιστεί
να είσαι σκοτισμένος, -η
να έχετε σκοτιστεί
να είστε σκοτισμένοι, -ες
να έχει σκοτίσει
να έχει σκοτισμένο
να έχουν σκοτίσει
να έχουν σκοτισμένο
να έχει σκοτιστεί
να είναι σκοτισμένος, -η, -ο
να έχουν σκοτιστεί
να είναι σκοτισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σκότιζε σκοτίζετε σκοτίζεστε
Aorist σκότισε σκοτίστε σκοτίσου σκοτιστείτε
Part
iciple
Pres σκοτίζοντας σκοτιζόμενος
Perf έχοντας σκοτίσει
έχοντας σκοτισμένο
σκοτισμένος, -η, -ο σκοτισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist σκοτίσει σκοτιστεί