ΡΑΒΩ I sew |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ράβω |
ράβουμε, ράβομε |
ράβομαι |
ραβόμαστε |
| ράβεις |
ράβετε |
ράβεσαι |
ράβεστε, ραβόσαστε |
| ράβει |
ράβουν(ε) |
ράβεται |
ράβονται |
Imper fect |
έραβα |
ράβαμε |
ραβόμουν(α) |
ραβόμαστε, ραβόμασταν |
| έραβες |
ράβατε |
ραβόσουν(α) |
ραβόσαστε, ραβόσασταν |
| έραβε |
έραβαν, ράβαν(ε) |
ραβόταν(ε) |
ράβονταν, ραβόντανε, ραβόντουσαν |
| Aorist |
έραψα |
ράψαμε |
ράφτηκα |
ραφτήκαμε |
| έραψες |
ράψατε |
ράφτηκες |
ραφτήκατε |
| έραψε |
έραψαν, ράψαν(ε) |
ράφτηκε |
ράφτηκαν, ραφτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω ράψει
έχω ραμμένο |
έχουμε ράψει
έχουμε ραμμένο |
έχω ραφτεί
είμαι ραμμένος, -η |
έχουμε ραφτεί
είμαστε ραμμένοι, -ες |
έχεις ράψει
έχεις ραμμένο |
έχετε ράψει
έχεις ραμμένο |
έχεις ραφτεί
είσαι ραμμένος, -η |
έχετε ραφτεί
είστε ραμμένοι, -ες |
έχει ράψει
έχει ραμμένο |
έχουν ράψει
έχουν ραμμένο |
έχει ραφτεί
είναι ραμμένος, -η, -ο |
έχουν ραφτεί
είναι ραμμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα ράψει
είχα ραμμένο |
είχαμε ράψει
είχαμε ραμμένο |
είχα ραφτεί
ήμουν ραμμένος, -η |
είχαμε ραφτεί
ήμαστε ραμμένοι, -ες |
είχες ράψει
είχες ραμμένο |
είχατε ράψει
είχατε ραμμένο |
είχες ραφτεί
ήσουν ραμμένος, -η |
είχατε ραφτεί
ήσαστε ραμμένοι, -ες |
είχε ράψει
είχε ραμμένο |
είχαν ράψει
είχαν ραμμένο |
είχε ραφτεί
ήταν ραμμένος, -η, -ο |
είχαν ραφτεί
ήταν ραμμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα ράβω |
θα ράβουμε, θα ράβομε |
θα ράβομαι |
θα ραβόμαστε |
| θα ράβεις |
θα ράβετε |
θα ράβεσαι |
θα ράβεστε, θα ραβόσαστε |
| θα ράβει |
θα ράβουν(ε) |
θα ράβεται |
θα ράβονται |
Simp Fut |
θα ράψω |
θα ράψουμε, θα ράψομε |
θα ραφτώ |
θα ραφτούμε |
| θα ράψεις |
θα ράψετε |
θα ραφτείς |
θα ραφτείτε |
| θα ράψει |
θα ράψουν(ε) |
θα ραφτεί |
θα ραφτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω ράψει
θα έχω ραμμένο |
θα έχουμε ράψει
θα έχουμε ραμμένο |
θα έχω ραφτεί
θα είμαι ραμμένος, -η |
θα έχουμε ραφτεί
θα είμαστε ραμμένοι, -ες |
θα έχεις ράψει
θα έχεις ραμμένο |
θα έχετε ράψει
θα έχετε ραμμένο |
θα έχεις ραφτεί
θα είσαι ραμμένος, -η |
θα έχετε ραφτεί
θα είστε ραμμένοι, -ες |
θα έχει ράψει
θα έχει ραμμένο |
θα έχουν ράψει
θα έχουν ραμμένο |
θα έχει ραφτεί
θα είναι ραμμένος, -η, -ο |
θα έχουν ραφτεί
θα είναι ραμμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ράβω |
να ράβουμε, να ράβομε |
να ράβομαι |
να ραβόμαστε |
| να ράβεις |
να ράβετε |
να ράβεσαι |
να ράβεστε, να ραβόσαστε |
| να ράβει |
να ράβουν(ε) |
να ράβεται |
να ράβονται |
| Aorist |
να ράψω |
να ράψουμε, να ράψομε |
να ραφτώ |
να ραφτούμε |
| να ράψεις |
να ράψετε |
να ραφτείς |
να ραφτείτε |
| να ράψει |
να ράψουν(ε) |
να ραφτεί |
να ραφτούν(ε) |
| Perf |
να έχω ράψει
να έχω ραμμένο |
να έχουμε ράψει
να έχουμε ραμμένο |
να έχω ραφτεί
να είμαι ραμμένος, -η |
να έχουμε ραφτεί
να είμαστε ραμμένοι, -ες |
να έχεις ράψει
να έχεις ραμμένο |
να έχετε ράψει
να έχετε ραμμένο |
να έχεις ραφτεί
να είσαι ραμμένος, -η |
να έχετε ραφτεί
να είστε ραμμένοι, -ες |
να έχει ράψει
να έχει ραμμένο |
να έχουν ράψει
να έχουν ραμμένο |
να έχει ραφτεί
να είναι ραμμένος, -η, -ο |
να έχουν ραφτεί
να είναι ραμμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
ράβε |
ράβετε |
|
ράβεστε |
| Aorist |
ράψε |
ράψτε, ράφτε |
ράψου |
ραφτείτε |
Part iciple |
Pres |
ράβοντας |
|
|
| Perf |
έχοντας ράψει, έχοντας ραμμένο |
ραμμένος, -η, -ο |
ραμμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
ράψει |
ραφτεί |