ΠΡΟΧΩΡΩ I proceed |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
προχωράω, προχωρώ | προχωράμε, προχωρούμε |
προχωράς | προχωράτε | ||
προχωράει, προχωρά | προχωράν(ε), προχωρούν(ε) | ||
Imper fect |
προχωρούσα, προχώραγα | προχωρούσαμε, προχωράγαμε | |
προχωρούσες, προχώραγες | προχωρούσατε, προχωράγατε | ||
προχωρούσε, προχώραγε | προχωρούσαν(ε), προχώραγαν, προχωράγανε | ||
Aorist | προχώρησα | προχωρήσαμε | |
προχώρησες | προχωρήσατε | ||
προχώρησε | προχώρησαν, προχωρήσαν(ε) | ||
Perf ect |
έχω προχωρήσει | έχουμε προχωρήσει | |
έχεις προχωρήσει | έχετε προχωρήσει | ||
έχει προχωρήσει | έχουν προχωρήσει | ||
Plu perf ect |
είχα προχωρήσει | είχαμε προχωρήσει | |
είχες προχωρήσει | είχατε προχωρήσει | ||
είχε προχωρήσει | είχαν προχωρήσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα προχωράω, θα προχωρώ | θα προχωράμε, θα προχωρούμε | |
θα προχωράς | θα προχωράτε | ||
θα προχωράει, θα προχωρά | θα προχωράν(ε), θα προχωρούν(ε) | ||
Simp Fut |
θα προχωρήσω | θα προχωρήσουμε, θα προχωρήσομε | |
θα προχωρήσεις | θα προχωρήσετε | ||
θα προχωρήσει | θα προχωρήσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω προχωρήσει | θα έχουμε προχωρήσει | |
θα έχεις προχωρήσει | θα έχετε προχωρήσει | ||
θα έχει προχωρήσει | θα έχουν προχωρήσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να προχωράω, να προχωρώ | να προχωράμε, να προχωρούμε |
να προχωράς | να προχωράτε | ||
να προχωράει, να προχωρά | να προχωράν(ε), να προχωρούν(ε) | ||
Aorist | να προχωρήσω | να προχωρήσουμε, να προχωρήσομε | |
να προχωρήσεις | να προχωρήσετε | ||
να προχωρήσει | να προχωρήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω προχωρήσει | να έχουμε προχωρήσει | |
να έχεις προχωρήσει | να έχετε προχωρήσει | ||
να έχει προχωρήσει | να έχουν προχωρήσει | ||
Imper ative |
Pres | προχώρα, προχώραγε | προχωράτε |
Aorist | προχώρησε, προχώρα | προχωρήστε | |
Part iciple |
Pres | προχωρώντας | |
Perf | έχοντας προχωρήσει | ||
Infin | Aorist | προχωρήσει |