ΠΟΛΛΑΠΛ... I multiply |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
πολλαπλασιάζω | πολλαπλασιάζουμε, πολλαπλασιάζομε | πολλαπλασιάζομαι | πολλαπλασιαζόμαστε |
πολλαπλασιάζεις | πολλαπλασιάζετε | πολλαπλασιάζεσαι | πολλαπλασιάζεστε, πολλαπλασιαζόσαστε | ||
πολλαπλασιάζει | πολλαπλασιάζουν(ε) | πολλαπλασιάζεται | πολλαπλασιάζονται | ||
Imper fect |
πολλαπλασίαζα | πολλαπλασιάζαμε | πολλαπλασιαζόμουν(α) | πολλαπλασιαζόμαστε, πολλαπλασιαζόμασταν | |
πολλαπλασίαζες | πολλαπλασιάζατε | πολλαπλασιαζόσουν(α) | πολλαπλασιαζόσαστε, πολλαπλασιαζόσασταν | ||
πολλαπλασίαζε | πολλαπλασίαζαν, πολλαπλασιάζαν(ε) | πολλαπλασιαζόταν(ε) | πολλαπλασιάζονταν, πολλαπλασιαζόντανε, πολλαπλασιαζόντουσαν | ||
Aorist | πολλαπλασίασα | πολλαπλασιάσαμε | πολλαπλασιάστηκα | πολλαπλασιαστήκαμε | |
πολλαπλασίασες | πολλαπλασιάσατε | πολλαπλασιάστηκες | πολλαπλασιαστήκατε | ||
πολλαπλασίασε | πολλαπλασίασαν, πολλαπλασιάσαν(ε) | πολλαπλασιάστηκε | πολλαπλασιάστηκαν, πολλαπλασιαστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω πολλαπλασιάσει |
έχουμε πολλαπλασιάσει |
έχω πολλαπλασιαστεί |
έχουμε πολλαπλασιαστεί |
|
έχεις πολλαπλασιάσει |
έχετε πολλαπλασιάσει |
έχεις πολλαπλασιαστεί |
έχετε πολλαπλασιαστεί |
||
έχει πολλαπλασιάσει |
έχουν πολλαπλασιάσει |
έχει πολλαπλασιαστεί |
έχουν πολλαπλασιαστεί |
||
Plu per fect |
είχα πολλαπλασιάσει είχα πολλαπλασιασμένο |
είχαμε πολλαπλασιάσει είχαμε παρουσισμένο |
είχα πολλαπλασιαστεί ήμουν πολλαπλασιασμένος, -η |
είχαμε πολλαπλασιαστεί ήμαστε πολλαπλασιασμένοι, -ες |
|
είχες πολλαπλασιάσει είχες πολλαπλασιασμένο |
είχατε πολλαπλασιάσει είχατε πολλαπλασιασμένο |
είχες πολλαπλασιαστεί ήσουν πολλαπλασιασμένος, -η |
είχατε πολλαπλασιαστεί ήσαστε πολλαπλασιασμένοι, -ες |
||
είχε πολλαπλασιάσει είχε πολλαπλασιασμένο |
είχαν πολλαπλασιάσει είχαν πολλαπλασιασμένο |
είχε πολλαπλασιαστεί ήταν πολλαπλασιασμένος, -η, -ο |
είχαν πολλαπλασιαστεί ήταν πολλαπλασιασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα πολλαπλασιάζω | θα πολλαπλασιάζουμε, |
θα πολλαπλασιάζομαι | θα πολλαπλασιαζόμαστε | |
θα πολλαπλασιάζεις | θα πολλαπλασιάζετε | θα πολλαπλασιάζεσαι | θα πολλαπλασιάζεστε, |
||
θα πολλαπλασιάζει | θα πολλαπλασιάζουν(ε) | θα πολλαπλασιάζεται | θα πολλαπλασιάζονται | ||
Simp Fut |
θα πολλαπλασιάσω | θα πολλαπλασιάσουμε, |
θα πολλαπλασιαστώ | θα πολλαπλασιαστούμε | |
θα πολλαπλασιάσεις | θα πολλαπλασιάσετε | θα πολλαπλασιαστείς | θα πολλαπλασιαστείτε | ||
θα πολλαπλασιάσει | θα πολλαπλασιάσουν(ε) | θα πολλαπλασιαστεί | θα πολλαπλασιαστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω πολλαπλασιάσει θα έχω πολλαπλασιασμένο |
θα έχουμε πολλαπλασιάσει θα έχουμε πολλαπλασιασμένο |
θα έχω πολλαπλασιαστεί θα είμαι πολλαπλασιασμένος, -η |
θα έχουμε πολλαπλασιαστεί |
|
θα έχεις πολλαπλασιάσει θα έχεις πολλαπλασιασμένο |
θα έχετε πολλαπλασιάσει θα έχετε πολλαπλασιασμένο |
θα έχεις πολλαπλασιαστεί θα είσαι πολλαπλασιασμένος, -η |
θα έχετε πολλαπλασιαστεί θα είστε πολλαπλασιασμένοι, -ες |
||
θα έχει πολλαπλασιάσει θα έχει πολλαπλασιασμένο |
θα έχουν πολλαπλασιάσει θα έχουν πολλαπλασιασμένο |
θα έχει πολλαπλασιαστεί θα είναι πολλαπλασιασμένος, -η, -ο |
θα έχουν πολλαπλασιαστεί θα είναι πολλαπλασιασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να πολλαπλασιάζω | να πολλαπλασιάζουμε, |
να πολλαπλασιάζομαι | να πολλαπλασιαζόμαστε |
να πολλαπλασιάζεις | να πολλαπλασιάζετε | να πολλαπλασιάζεσαι | να πολλαπλασιάζεστε, |
||
να πολλαπλασιάζει | να πολλαπλασιάζουν(ε) | να πολλαπλασιάζεται | να πολλαπλασιάζονται | ||
Aorist | να πολλαπλασιάσω | να πολλαπλασιάσουμε, |
να πολλαπλασιαστώ | να πολλαπλασιαστούμε | |
να πολλαπλασιάσεις | να πολλαπλασιάσετε | να πολλαπλασιαστείς | να πολλαπλασιαστείτε | ||
να πολλαπλασιάσει | να πολλαπλασιάσουν(ε) | να πολλαπλασιαστεί | να πολλαπλασιαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω πολλαπλασιάσει να έχω πολλαπλασιασμένο |
να έχουμε πολλαπλασιάσει |
να έχω πολλαπλασιαστεί |
να έχουμε πολλαπλασιαστεί |
|
να έχεις πολλαπλασιάσει |
να έχετε πολλαπλασιάσει να έχετε πολλαπλασιασμένο |
να έχεις πολλαπλασιαστεί να είσαι πολλαπλασιασμένος, -η |
να έχετε πολλαπλασιαστεί να είστε πολλαπλασιασμένοι, -ες |
||
να έχει πολλαπλασιάσει να έχει πολλαπλασιασμένο |
να έχουν πολλαπλασιάσει να έχουν πολλαπλασιασμένο |
να έχει πολλαπλασιαστεί |
να έχουν πολλαπλασιαστεί |
||
Imper ative |
Pres | πολλαπλασίαζε | πολλαπλασιάζετε | πολλαπλασιάζεστε | |
Aorist | πολλαπλασίασε | πολλαπλασιάστε | πολλαπλασιάσου | πολλαπλασιαστείτε | |
Part iciple |
Pres | πολλαπλασιάζοντας | πολλαπλασιαζόμενος | ||
Perf | έχοντας πολλαπλασιάσει, |
πολλαπλασιασμένος, -η, -ο | πολλαπλασιασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πολλαπλασιάσει | πολλαπλασιαστεί |