ΠΟΛΙΟΡΚΩ I besiege |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
πολιορκώ |
πολιορκούμε |
πολιορκούμαι |
πολιορκούμαστε |
πολιορκείς |
πολιορκείτε |
πολιορκείσαι |
πολιορκείστε |
πολιορκεί |
πολιορκούν(ε) |
πολιορκείται |
πολιορκούνται |
Imper fect |
πολιορκούσα |
πολιορκούσαμε |
πολιορκούμουν |
πολιορκούμαστε |
πολιορκούσες |
πολιορκούσατε |
|
|
πολιορκούσε |
πολιορκούσαν(ε) |
πολιορκούνταν, πολιορκείτο |
πολιορκούνταν, πολιορκούντο |
Aorist |
πολιόρκησα |
πολιορκήσαμε |
πολιορκήθηκα |
πολιορκηθήκαμε |
πολιόρκησες |
πολιορκήσατε |
πολιορκήθηκες |
πολιορκηθήκατε |
πολιόρκησε |
πολιόρκησαν, πολιορκήσαν(ε) |
πολιορκήθηκε |
πολιορκήθηκαν, πολιορκηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω πολιορκήσει
έχω πολιορκημένο |
έχουμε πολιορκήσει
έχουμε πολιορκημένο |
έχω πολιορκηθεί
είμαι πολιορκημένος, -η |
έχουμε πολιορκηθεί
είμαστε πολιορκημένοι, -ες |
έχεις πολιορκήσει
έχεις πολιορκημένο |
έχετε πολιορκήσει
έχετε πολιορκημένο |
έχεις πολιορκηθεί
είσαι πολιορκημένος, -η |
έχετε πολιορκηθεί
είστε πολιορκημένοι, -ες |
έχει πολιορκήσει
έχει πολιορκημένο |
έχουν πολιορκήσει
έχουν πολιορκημένο |
έχει πολιορκηθεί
είναι πολιορκημένος, -η, -ο |
έχουν πολιορκηθεί
είναι πολιορκημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα πολιορκήσει
είχα πολιορκημένο |
είχαμε πολιορκήσει
είχαμε πολιορκημένο |
είχα πολιορκηθεί
ήμουν πολιορκημένος, -η |
είχαμε πολιορκηθεί
ήμαστε πολιορκημένοι, -ες |
είχες πολιορκήσει
είχες πολιορκημένο |
είχατε πολιορκήσει
είχατε πολιορκημένο |
είχες πολιορκηθεί
ήσουν πολιορκημένος, -η |
είχατε πολιορκηθεί
ήσαστε πολιορκημένοι, -ες |
είχε πολιορκήσει
είχε πολιορκημένο |
είχαν πολιορκήσει
είχαν πολιορκημένο |
είχε πολιορκηθεί
ήταν πολιορκημένος, -η, -ο |
είχαν πολιορκηθεί
ήταν πολιορκημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα πολιορκώ |
θα πολιορκούμε |
θα πολιορκούμαι |
θα πολιορκούμαστε |
θα πολιορκείς |
θα πολιορκείτε |
θα πολιορκείσαι |
θα πολιορκείστε |
θα πολιορκεί |
θα πολιορκούν(ε) |
θα πολιορκείται |
θα πολιορκούνται |
Simp Fut |
θα πολιορκήσω |
θα πολιορκήσουμε |
θα πολιορκηθώ |
θα πολιορκηθούμε |
θα πολιορκήσεις |
θα πολιορκήσετε |
θα πολιορκηθείς |
θα πολιορκηθείτε |
θα πολιορκήσει |
θα πολιορκήσουν(ε) |
θα πολιορκηθεί |
θα πολιορκηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω πολιορκήσει
θα έχω πολιορκημένο |
θα έχουμε πολιορκήσει
θα έχουμε πολιορκημένο |
θα έχω πολιορκηθεί
θα είμαι πολιορκημένος, -η |
θα έχουμε πολιορκηθεί
θα είμαστε πολιορκημένοι, -ες |
θα έχεις πολιορκήσει
θα έχεις πολιορκημένο |
θα έχετε πολιορκήσει
θα έχετε πολιορκημένο |
θα έχεις πολιορκηθεί
θα είσαι πολιορκημένος, -η |
θα έχετε πολιορκηθεί
θα είστε πολιορκημένοι, -η |
θα έχει πολιορκήσει
θα έχει πολιορκημένο |
θα έχουν πολιορκήσει
θα έχουν πολιορκημένο |
θα έχει πολιορκηθεί
θα είναι πολιορκημένος, -η, -ο |
θα έχουν πολιορκηθεί
θα είναι πολιορκημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να πολιορκώ |
να πολιορκούμε |
να πολιορκούμαι |
να πολιορκούμαστε |
να πολιορκείς |
να πολιορκείτε |
να πολιορκείσαι |
να πολιορκείστε |
να πολιορκεί |
να πολιορκούν(ε) |
να πολιορκείται |
να πολιορκούνται |
Aorist |
να πολιορκήσω |
να πολιορκήσουμε, να πολιορκήσομε |
να πολιορκηθώ |
να πολιορκηθούμε |
να πολιορκήσεις |
να πολιορκήσετε |
να πολιορκηθείς |
να πολιορκηθείτε |
να πολιορκήσει |
να πολιορκήσουν(ε) |
να πολιορκηθεί |
να πολιορκηθούν(ε) |
Perf |
να έχω πολιορκήσει
να έχω πολιορκημένο |
να έχουμε πολιορκήσει
να έχουμε πολιορκημένο |
να έχω πολιορκηθεί
να είμαι πολιορκημένος, -η |
να έχουμε πολιορκηθεί
να είμαστε πολιορκημένοι, -ες |
να έχεις πολιορκήσει
να έχεις πολιορκημένο |
να έχετε πολιορκήσει
να έχετε πολιορκημένο |
να έχεις πολιορκηθεί
να είσαι πολιορκημένος, -η |
να έχετε πολιορκηθεί
να είστε πολιορκημένοι, -ες |
να έχει πολιορκήσει
να έχει πολιορκημένο |
να έχουν πολιορκήσει
να έχουν πολιορκημένο |
να έχει πολιορκηθεί
να είναι πολιορκημένος, -η, -ο |
να έχουν πολιορκηθεί
να είναι πολιορκημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
πολιορκείτε |
|
πολιορκείστε |
Aorist |
πολιόρκησε |
πολιορκήστε, πολιορκήσετε |
πολιορκήσου |
πολιορκηθείτε |
Part iciple |
Pres |
πολιορκώντας |
|
|
Perf |
έχοντας πολιορκήσει, έχοντας πολιορκημένο |
πολιορκημένος, -η, -ο |
πολιορκημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
πολιορκήσει |
πολιορκηθεί |