| ΝΟΙΚΙΑΖΩ I rent |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
νοικιάζω | νοικιάζουμε, νοικιάζομε | νοικιάζομαι | νοικιαζόμαστε |
| νοικιάζεις | νοικιάζετε | νοικιάζεσαι | νοικιάζεστε, νοικιαζόσαστε | ||
| νοικιάζει | νοικιάζουν(ε) | νοικιάζεται | νοικιάζονται | ||
| Imper fect |
νοίκιαζα | νοικιάζαμε | νοικιαζόμουν(α) | νοικιαζόμαστε, νοικιαζόμασταν | |
| νοίκιαζες | νοικιάζατε | νοικιαζόσουν(α) | νοικιαζόσαστε, νοικιαζόσασταν | ||
| νοίκιαζε | νοίκιαζαν, νοικιάζαν(ε) | νοικιαζόταν(ε) | νοικιάζονταν, νοικιαζόντανε, νοικιαζόντουσαν | ||
| Aorist | νοίκιασα | νοικιάσαμε | νοικιάστηκα | νοικιαστήκαμε | |
| νοίκιασες | νοικιάσατε | νοικιάστηκες | νοικιαστήκατε | ||
| νοίκιασε | νοίκιασαν, νοικιάσαν(ε) | νοικιάστηκε | νοικιάστηκαν, νοικιαστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω νοικιάσει |
έχουμε νοικιάσει |
έχω νοικιαστεί |
έχουμε νοικιαστεί |
|
| έχεις νοικιάσει |
έχετε νοικιάσει |
έχεις νοικιαστεί |
έχετε νοικιαστεί |
||
| έχει νοικιάσει |
έχουν νοικιάσει |
έχει νοικιαστεί |
έχουν νοικιαστεί |
||
| Plu per fect |
είχα νοικιάσει είχα νοικιασμένο |
είχαμε νοικιάσει είχαμε νοικισμένο |
είχα νοικιαστεί ήμουν νοικιασμένος, -η |
είχαμε νοικιαστεί ήμαστε νοικιασμένοι, -ες |
|
| είχες νοικιάσει είχες νοικιασμένο |
είχατε νοικιάσει είχατε νοικιασμένο |
είχες νοικιαστεί ήσουν νοικιασμένος, -η |
είχατε νοικιαστεί ήσαστε νοικιασμένοι, -ες |
||
| είχε νοικιάσει είχε νοικιασμένο |
είχαν νοικιάσει είχαν νοικιασμένο |
είχε νοικιαστεί ήταν νοικιασμένος, -η, -ο |
είχαν νοικιαστεί ήταν νοικιασμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα νοικιάζω | θα νοικιάζουμε, |
θα νοικιάζομαι | θα νοικιαζόμαστε | |
| θα νοικιάζεις | θα νοικιάζετε | θα νοικιάζεσαι | θα νοικιάζεστε, |
||
| θα νοικιάζει | θα νοικιάζουν(ε) | θα νοικιάζεται | θα νοικιάζονται | ||
| Simp Fut |
θα νοικιάσω | θα νοικιάσουμε, |
θα νοικιαστώ | θα νοικιαστούμε | |
| θα νοικιάσεις | θα νοικιάσετε | θα νοικιαστείς | θα νοικιαστείτε | ||
| θα νοικιάσει | θα νοικιάσουν(ε) | θα νοικιαστεί | θα νοικιαστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
θα έχω νοικιάσει θα έχω νοικιασμένο |
θα έχουμε νοικιάσει θα έχουμε νοικιασμένο |
θα έχω νοικιαστεί θα είμαι νοικιασμένος, -η |
θα έχουμε νοικιαστεί |
|
| θα έχεις νοικιάσει θα έχεις νοικιασμένο |
θα έχετε νοικιάσει θα έχετε νοικιασμένο |
θα έχεις νοικιαστεί θα είσαι νοικιασμένος, -η |
θα έχετε νοικιαστεί θα είστε νοικιασμένοι, -ες |
||
| θα έχει νοικιάσει θα έχει νοικιασμένο |
θα έχουν νοικιάσει θα έχουν νοικιασμένο |
θα έχει νοικιαστεί θα είναι νοικιασμένος, -η, -ο |
θα έχουν νοικιαστεί θα είναι νοικιασμένοι, -ες, -α |
||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να νοικιάζω | να νοικιάζουμε, |
να νοικιάζομαι | να νοικιαζόμαστε |
| να νοικιάζεις | να νοικιάζετε | να νοικιάζεσαι | να νοικιάζεστε, |
||
| να νοικιάζει | να νοικιάζουν(ε) | να νοικιάζεται | να νοικιάζονται | ||
| Aorist | να νοικιάσω | να νοικιάσουμε, |
να νοικιαστώ | να νοικιαστούμε | |
| να νοικιάσεις | να νοικιάσετε | να νοικιαστείς | να νοικιαστείτε | ||
| να νοικιάσει | να νοικιάσουν(ε) | να νοικιαστεί | να νοικιαστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω νοικιάσει να έχω νοικιασμένο |
να έχουμε νοικιάσει |
να έχω νοικιαστεί |
να έχουμε νοικιαστεί |
|
| να έχεις νοικιάσει |
να έχετε νοικιάσει να έχετε νοικιασμένο |
να έχεις νοικιαστεί να είσαι νοικιασμένος, -η |
να έχετε νοικιαστεί να είστε νοικιασμένοι, -ες |
||
| να έχει νοικιάσει να έχει νοικιασμένο |
να έχουν νοικιάσει να έχουν νοικιασμένο |
να έχει νοικιαστεί |
να έχουν νοικιαστεί |
||
| Imper ative |
Pres | νοίκιαζε | νοικιάζετε | νοικιάζεστε | |
| Aorist | νοίκιασε | νοικιάστε | νοικιάσου | νοικιαστείτε | |
| Part iciple |
Pres | νοικιάζοντας | νοικιαζόμενος | ||
| Perf | έχοντας νοικιάσει, |
νοικιασμένος, -η, -ο | νοικιασμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | νοικιάσει | νοικιαστεί | ||