[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΜΟΙΡΑΖΩ
I share
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μοιράζω μοιράζουμε, μοιράζομε μοιράζομαι μοιραζόμαστε
μοιράζεις μοιράζετε μοιράζεσαι μοιράζεστε, μοιραζόσαστε
μοιράζει μοιράζουν(ε) μοιράζεται μοιράζονται
Imper
fect
μοίραζα μοιράζαμε μοιραζόμουν(α) μοιραζόμαστε, μοιραζόμασταν
μοίραζες μοιράζατε μοιραζόσουν(α) μοιραζόσαστε, μοιραζόσασταν
μοίραζε μοίραζαν, μοιράζαν(ε) μοιραζόταν(ε) μοιράζονταν, μοιραζόντανε, μοιραζόντουσαν
Aorist μοίρασα μοιράσαμε μοιράστηκα μοιραστήκαμε
μοίρασες μοιράσατε μοιράστηκες μοιραστήκατε
μοίρασε μοίρασαν, μοιράσαν(ε) μοιράστηκε μοιράστηκαν, μοιραστήκαν(ε)
Per
fect
έχω μοιράσει
έχω μοιρασμένο
έχουμε μοιράσει
έχουμε μοιρασμένο
έχω μοιραστεί
είμαι μοιρασμένος, -η
έχουμε μοιραστεί
είμαστε μοιρασμένοι, -ες
έχεις μοιράσει
έχεις μοιρασμένο
έχετε μοιράσει
έχετε μοιρασμένο
έχεις μοιραστεί
είσαι μοιρασμένος, -η
έχετε μοιραστεί
είστε μοιρασμένοι, -ες
έχει μοιράσει
έχει μοιρασμένο
έχουν μοιράσει
έχουν μοιρασμένο
έχει μοιραστεί
είναι μοιρασμένος, -η, -ο
έχουν μοιραστεί
είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα μοιράσει
είχα μοιρασμένο
είχαμε μοιράσει
είχαμε μοιρσμένο
είχα μοιραστεί
ήμουν μοιρασμένος, -η
είχαμε μοιραστεί
ήμαστε μοιρασμένοι, -ες
είχες μοιράσει
είχες μοιρασμένο
είχατε μοιράσει
είχατε μοιρασμένο
είχες μοιραστεί
ήσουν μοιρασμένος, -η
είχατε μοιραστεί
ήσαστε μοιρασμένοι, -ες
είχε μοιράσει
είχε μοιρασμένο
είχαν μοιράσει
είχαν μοιρασμένο
είχε μοιραστεί
ήταν μοιρασμένος, -η, -ο
είχαν μοιραστεί
ήταν μοιρασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα μοιράζω θα μοιράζουμε, θα μοιράζομε θα μοιράζομαι θα μοιραζόμαστε
θα μοιράζεις θα μοιράζετε θα μοιράζεσαι θα μοιράζεστε, θα μοιραζόσαστε
θα μοιράζει θα μοιράζουν(ε) θα μοιράζεται θα μοιράζονται
Simp
Fut
θα μοιράσω θα μοιράσουμε, θα μοιράζομε θα μοιραστώ θα μοιραστούμε
θα μοιράσεις θα μοιράσετε θα μοιραστείς θα μοιραστείτε
θα μοιράσει θα μοιράσουν(ε) θα μοιραστεί θα μοιραστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μοιράσει
θα έχω μοιρασμένο
θα έχουμε μοιράσει
θα έχουμε μοιρασμένο
θα έχω μοιραστεί
θα είμαι μοιρασμένος, -η
θα έχουμε μοιραστεί
θα είμαστε μοιρασμένοι, -ες
θα έχεις μοιράσει
θα έχεις μοιρασμένο
θα έχετε μοιράσει
θα έχετε μοιρασμένο
θα έχεις μοιραστεί
θα είσαι μοιρασμένος, -η
θα έχετε μοιραστεί
θα είστε μοιρασμένοι, -ες
θα έχει μοιράσει
θα έχει μοιρασμένο
θα έχουν μοιράσει
θα έχουν μοιρασμένο
θα έχει μοιραστεί
θα είναι μοιρασμένος, -η, -ο
θα έχουν μοιραστεί
θα είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μοιράζω να μοιράζουμε, να μοιράζομε να μοιράζομαι να μοιραζόμαστε
να μοιράζεις να μοιράζετε να μοιράζεσαι να μοιράζεστε, να μοιραζόσαστε
να μοιράζει να μοιράζουν(ε) να μοιράζεται να μοιράζονται
Aorist να μοιράσω να μοιράσουμε, να μοιράσομε να μοιραστώ να μοιραστούμε
να μοιράσεις να μοιράσετε να μοιραστείς να μοιραστείτε
να μοιράσει να μοιράσουν(ε) να μοιραστεί να μοιραστούν(ε)
Perf να έχω μοιράσει
να έχω μοιρασμένο
να έχουμε μοιράσει
να έχουμε μοιρασμένο
να έχω μοιραστεί
να είμαι μοιρασμένος, -η
να έχουμε μοιραστεί
να είμαστε μοιρασμένοι, -ες
να έχεις μοιράσει
να έχεις μοιρασμένο
να έχετε μοιράσει
να έχετε μοιρασμένο
να έχεις μοιραστεί
να είσαι μοιρασμένος, -η
να έχετε μοιραστεί
να είστε μοιρασμένοι, -ες
να έχει μοιράσει
να έχει μοιρασμένο
να έχουν μοιράσει
να έχουν μοιρασμένο
να έχει μοιραστεί
να είναι μοιρασμένος, -η, -ο
να έχουν μοιραστεί
να είναι μοιρασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres μοίραζε μοιράζετε μοιράζεστε
Aorist μοίρασε μοιράστε μοιράσου μοιραστείτε
Part
iciple
Pres μοιράζοντας μοιραζόμενος
Perf έχοντας μοιράσει, έχοντας μοιρασμένο μοιρασμένος, -η, -ο μοιρασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist μοιράσει μοιραστεί