ΜΠΕΡΔΕΥΩ I entangle |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
μπερδεύω |
μπερδεύουμε, μπερδεύομε |
μπερδεύομαι |
μπερδευόμαστε |
| μπερδεύεις |
μπερδεύετε |
μπερδεύεσαι |
μπερδεύεστε, μπερδευόσαστε |
| μπερδεύει |
μπερδεύουν(ε) |
μπερδεύεται |
μπερδεύονται |
Imper fect |
μπέρδευα |
μπερδεύαμε |
μπερδευόμουν(α) |
μπερδευόμαστε, μπερδευόμασταν |
| μπέρδευες |
μπερδεύατε |
μπερδευόσουν(α) |
μπερδευόσαστε, μπερδευόσασταν |
| μπέρδευε |
μπέρδευαν, μπερδεύαν(ε) |
μπερδευόταν(ε) |
μπερδεύονταν, μπερδευόντανε, μπερδευόντουσαν |
| Aorist |
μπέρδεψα |
μπερδέψαμε |
μπερδεύτηκα |
μπερδευτήκαμε |
| μπέρδεψες |
μπερδέψατε |
μπερδεύτηκες |
μπερδευτήκατε |
| μπέρδεψε |
μπέρδεψαν, μπερδέψαν(ε) |
μπερδεύτηκε |
μπερδεύτηκαν, μπερδευτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω μπερδέψει
έχω μπερδεμένο |
έχουμε μπερδέψει
έχουμε μπερδεμένο |
έχω μπερδευτεί
είμαι μπερδεμένος, -η |
έχουμε μπερδευτεί
είμαστε μπερδεμένοι, -ες |
έχεις μπερδέψει
έχεις μπερδεμένο |
έχετε μπερδέψει
έχετε μπερδεμένο |
έχεις μπερδευτεί
είσαι μπερδεμένος, -η |
έχετε μπερδευτεί
είστε μπερδεμένοι, -ες |
έχει μπερδέψει
έχει μπερδεμένο |
έχουν μπερδέψει
έχουν μπερδεμένο |
έχει μπερδευτεί
είναι μπερδεμένος, -η, -ο |
έχουν μπερδευτεί
είναι μπερδεμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα μπερδέψει
είχα μπερδεμένο |
είχαμε μπερδέψει
είχαμε μπερδεμένο |
είχα μπερδευτεί
ήμουν μπερδεμένος, -η |
είχαμε μπερδευτεί
ήμαστε μπερδεμένοι, -ες |
είχες μπερδέψει
είχες μπερδεμένο |
είχατε μπερδέψει
είχατε μπερδεμένο |
είχες μπερδευτεί
ήσουν μπερδεμένος, -η |
είχατε μπερδευτεί
ήσαστε μπερδεμένοι, -ες |
είχε μπερδέψει
είχε μπερδεμένο |
είχαν μπερδέψει
είχαν μπερδεμένο |
είχε μπερδευτεί
ήταν μπερδεμένος, -η, -ο |
είχαν μπερδευτεί
ήταν μπερδεμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα μπερδεύω |
θα μπερδεύουμε, θα μπερδεύομε |
θα μπερδεύομαι |
θα μπερδευόμαστε |
| θα μπερδεύεις |
θα μπερδεύετε |
θα μπερδεύεσαι |
θα μπερδεύεστε, θα μπερδευόσαστε |
| θα μπερδεύει |
θα μπερδεύουν(ε) |
θα μπερδεύεται |
θα μπερδεύονται |
Simp Fut |
θα μπερδέψω |
θα μπερδέψουμε, θα μπερδέψομε |
θα μπερδευτώ |
θα μπερδευτούμε |
| θα μπερδέψεις |
θα μπερδέψετε |
θα μπερδευτείς |
θα μπερδευτείτε |
| θα μπερδέψει |
θα μπερδέψουν(ε) |
θα μπερδευτεί |
θα μπερδευτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω μπερδέψει
θα έχω μπερδεμένο |
θα έχουμε μπερδέψει
θα έχουμε μπερδεμένο |
θα έχω μπερδευτεί
θα είμαι μπερδεμένος, -η |
θα έχουμε μπερδευτεί
θα είμαστε μπερδεμένοι, -ες |
θα έχεις μπερδέψει
θα έχεις μπερδεμένο |
θα έχετε μπερδέψει
θα έχετε μπερδεμένο |
θα έχεις μπερδευτεί
θα είσαι μπερδεμένος, -η |
θα έχετε μπερδευτεί
θα είστε μπερδεμένοι, -ες |
θα έχει μπερδέψει
θα έχει μπερδεμένο |
θα έχουν μπερδέψει
θα έχουν μπερδεμένο |
θα έχει μπερδευτεί
θα είναι μπερδεμένος, -η, -ο |
θα έχουν μπερδευτεί
θα είναι μπερδεμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να μπερδεύω |
να μπερδεύουμε, να μπερδεύομε |
να μπερδεύομαι |
να μπερδευόμαστε |
| να μπερδεύεις |
να μπερδεύετε |
να μπερδεύεσαι |
να μπερδεύεστε, να μπερδευόσαστε |
| να μπερδεύει |
να μπερδεύουν(ε) |
να μπερδεύεται |
να μπερδεύονται |
| Aorist |
να μπερδέψω |
να μπερδέψουμε, να μπερδέψομε |
να μπερδευτώ |
να μπερδευτούμε |
| να μπερδέψεις |
να μπερδέψετε |
να μπερδευτείς |
να μπερδευτείτε |
| να μπερδέψει |
να μπερδέψουν(ε) |
να μπερδευτεί |
να μπερδευτούν(ε) |
| Perf |
να έχω μπερδέψει
να έχω μπερδεμένο |
να έχουμε μπερδέψει
να έχουμε μπερδεμένο |
να έχω μπερδευτεί
να είμαι μπερδεμένος, -η |
να έχουμε μπερδευτεί
να είμαστε μπερδεμένοι, -ες |
να έχεις μπερδέψει
να έχεις μπερδεμένο |
να έχετε μπερδέψει
να έχετε μπερδεμένο |
να έχεις μπερδευτεί
να είσαι μπερδεμένος, -η |
να έχετε μπερδευτεί
να είστε μπερδεμένοι, -ες |
να έχει μπερδέψει
να έχει μπερδεμένο |
να έχουν μπερδέψει
να έχουν μπερδεμένο |
να έχει μπερδευτεί
να είναι μπερδεμένος, -η, -ο |
να έχουν μπερδευτεί
να είναι μπερδεμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
μπέρδευε |
μπερδεύετε |
|
μπερδεύεστε |
| Aorist |
μπέρδεψε |
μπερδέψτε, μπερδεύτε |
μπερδέψου |
μπερδευτείτε |
Part iciple |
Pres |
μπερδεύοντας |
|
| Perf |
έχοντας μπερδέψει, έχοντας μπερδεμένο |
μπερδεμένος, -η, -ο |
μπερδεμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
μπερδέψει |
μπερδευτεί |