[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΩ
I emigrate
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μεταναστεύω μεταναστεύουμε, μεταναστεύομε
μεταναστεύεις μεταναστεύετε
μεταναστεύει μεταναστεύουν(ε)
Imper
fect
μετανάστευα μεταναστεύαμε
μετανάστευες μεταναστεύατε
μετανάστευε μετανάστευαν, μεταναστεύαν(ε)
Aorist μετανάστευσα, μετανάστεψα μεταναστεύσαμε, μεταναστέψαμε
μετανάστευσες, μετανάστεψες μεταναστεύσατε, μεταναστέψατε
μετανάστευσε, μετανάστεψε μετανάστευσαν, μεταναστεύσαν(ε)
μετανάστεψαν, μεταναστέψαν(ε)
Per
fect
έχω μεταναστεύσει
έχω μεταναστέψει
έχουμε μεταναστεύσει
έχουμε μεταναστέψει
έχεις μεταναστεύσει
έχεις μεταναστέψει
έχετε μεταναστεύσει
έχετε μεταναστέψει
έχει μεταναστεύσει
έχει μεταναστέψει
έχουν μεταναστεύσει
έχουν μεταναστέψει
Plu
per
fect
είχα μεταναστεύσει
είχα μεταναστέψει
είχαμε μεταναστεύσει
είχαμε μεταναστέψει
είχες μεταναστεύσει
είχες μεταναστέψει
είχατε μεταναστεύσει
είχατε μεταναστέψει
είχε μεταναστεύσει
είχε μεταναστέψει
είχαν μεταναστεύσει
είχαν μεταναστέψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα μεταναστεύω θα μεταναστεύουμε, θα μεταναστεύομε
θα μεταναστεύεις θα μεταναστεύετε
θα μεταναστεύει θα μεταναστεύουν(ε)
Simp
Fut
θα μεταναστεύσω, θα μεταναστέψω θα μεταναστεύσουμε, θα μεταναστεύσομε
θα μεταναστέψουμε, θα μεταναστέψομε
θα μεταναστεύσεις, θα μεταναστέψεις θα μεταναστεύσετε, θα μεταναστέψετε
θα μεταναστεύσει, θα μεταναστέψει θα μεταναστεύσουν(ε), θα μεταναστέψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μεταναστεύσει
θα έχω μεταναστέψει
θα έχουμε μεταναστεύσει
θα έχουμε μεταναστέψει
θα έχεις μεταναστεύσει
θα έχεις μεταναστέψει
θα έχετε μεταναστεύσει
θα έχετε μεταναστέψει
θα έχει μεταναστεύσει
θα έχει μεταναστέψει
θα έχουν μεταναστεύσει
θα έχουν μεταναστέψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μεταναστεύω να μεταναστεύουμε, να μεταναστεύομε
να μεταναστεύεις να μεταναστεύετε
να μεταναστεύει να μεταναστεύουν(ε)
Aorist να μεταναστεύσω, να μεταναστέψω να μεταναστεύσουμε, να μεταναστεύσομε
να μεταναστέψουμε, να μεταναστέψομε
να μεταναστεύσεις, να μεταναστέψεις να μεταναστεύσετε, να μεταναστέψετε
να μεταναστεύσει, να μεταναστέψει να μεταναστεύσουν(ε), να μεταναστέψουν(ε)
Perf να έχω μεταναστεύσει
να έχω μεταναστέψει
να έχουμε μεταναστεύσει
να έχουμε μεταναστέψει
να έχεις μεταναστεύσει
να έχεις μεταναστέψει
να έχετε μεταναστεύσει
να έχετε μεταναστέψει
να έχει μεταναστεύσει
να έχει μεταναστέψει
να έχουν μεταναστεύσει
να έχουν μεταναστέψει
Imper
ative
Pres μετανάστευε μεταναστεύετε
Aorist μετανάστευσε, μετανάστεψε μεταναστεύστε, μεταναστεύσετε
μεταναστέψτε, μεταναστέψετε
Part
iciple
Pres μεταναστεύοντας
Perf έχοντας μεταναστεύσει, έχοντας μεταναστέψει
Infin Aorist μεταναστεύσει, μεταναστέψει