ΜΕΤΑΓΡΑΦΩ I transcribe |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
μεταγράφω |
μεταγράφουμε, μεταγράφομε |
μεταγράφομαι |
μεταγραφόμαστε |
μεταγράφεις |
μεταγράφετε |
μεταγράφεσαι |
μεταγράφεστε, μεταγραφόσαστε |
μεταγράφει |
μεταγράφουν(ε) |
μεταγράφεται |
μεταγράφονται |
Imper fect |
μετέγραφα |
μεταγράφαμε |
μεταγραφόμουν(α) |
μεταγραφόμαστε, μεταγραφόμασταν |
μετέγραφες |
μεταγράφατε |
μεταγραφόσουν(α) |
μεταγραφόσαστε, μεταγραφόσασταν |
μετέγραφε |
μετέγραφαν, μεταγράφαν(ε) |
μεταγραφόταν(ε) |
μεταγράφονταν, μεταγραφόντανε, μεταγραφόντουσαν |
Aorist |
μετέγραψα |
μεταγράψαμε |
μεταγράφτηκα, μεταγράφηκα |
μεταγραφτήκαμε, μεταγραφήκαμε |
μετέγραψες |
μεταγράψατε |
μεταγράφτηκες, μεταγράφηκες |
μεταγραφτήκατε, μεταγραφήκατε |
μετέγραψε |
μετέγραψαν, μεταγράψαν(ε) |
μεταγράφτηκε, μεταγράφηκε |
μεταγράφτηκαν, μεταγραφτήκαν(ε), μεταγράφηκαν, μεταγραφήκαν(ε) |
Per fect |
έχω μεταγράψει
έχω μεταγραμμένο |
έχουμε μεταγράψει
έχουμε μεταγραμμένο |
έχω μεταγραφτεί
έχω μεταγραφεί
είμαι μεταγραμμένος, -η |
έχουμε μεταγραφτεί
έχουμε μεταγραφεί
είμαστε μεταγραμμένοι, -ες |
έχεις μεταγράψει
έχεις μεταγραμμένο |
έχετε μεταγράψει
έχετε μεταγραμμένο |
έχεις μεταγραφτεί
έχεις μεταγραφεί
είσαι μεταγραμμένος, -η |
έχετε μεταγραφτεί
έχετε μεταγραφεί
είστε μεταγραμμένοι, -ες |
έχει μεταγράψει
έχει μεταγραμμένο |
έχουν μεταγράψει
έχουν μεταγραμμένο |
έχει μεταγραφτεί
έχει μεταγραφεί
είναι μεταγραμμένος, -η, -ο |
έχουν μεταγραφτεί
έχουν μεταγραφεί
είναι μεταγραμμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα μεταγράψει
είχα μεταγραμμένο |
είχαμε μεταγράψει
είχαμε μεταγραμμένο |
είχα μεταγραφτεί
είχα μεταγραφεί
ήμουν μεταγραμμένος, -η |
είχαμε μεταγραφτεί
είχαμε μεταγραφεί
ήμαστε μεταγραμμένοι, -ες |
είχες μεταγράψει
είχες μεταγραμμένο |
είχατε μεταγράψει
είχατε μεταγραμμένο |
είχες μεταγραφτεί
είχες μεταγραφεί
ήσουν μεταγραμμένος, -η |
είχατε μεταγραφτεί
είχατε μεταγραφεί
ήσαστε μεταγραμμένοι, -ες |
είχε μεταγράψει
είχε μεταγραμμένο |
είχαν μεταγράψει
είχαν μεταγραμμένο |
είχε μεταγραφτεί
είχε μεταγραφεί
ήταν μεταγραμμένος, -η, -ο |
είχαν μεταγραφτεί
είχαν μεταγραφεί
ήταν μεταγραμμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα μεταγράφω |
θα μεταγράφουμε, θα μεταγράφομε |
θα μεταγράφομαι |
θα μεταγραφόμαστε |
θα μεταγράφεις |
θα μεταγράφετε |
θα μεταγράφεσαι |
θα μεταγράφεστε, θα μεταγραφόσαστε |
θα μεταγράφει |
θα μεταγράφουν(ε) |
θα μεταγράφεται |
θα μεταγράφονται |
Simp Fut |
θα μεταγράψω |
θα μεταγράψουμε, θα μεταγράψομε |
θα μεταγραφτώ, θα μεταγραφώ |
θα μεταγραφτούμε, θα μεταγραφούμε |
θα μεταγράψεις |
θα μεταγράψετε |
θα μεταγραφτείς, θα μεταγραφείς |
θα μεταγραφτείτε, θα μεταγραφείτε |
θα μεταγράψει |
θα μεταγράψουν(ε) |
θα μεταγραφτεί, θα μεταγραφεί |
θα μεταγραφτούν(ε), θα μεταγραφούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω μεταγράψει
θα έχω μεταγραμμένο |
θα έχουμε μεταγράψει
θα έχουμε μεταγραμμένο |
θα έχω μεταγραφτεί
θα έχω μεταγραφεί
θα είμαι μεταγραμμένος, -η |
θα έχουμε μεταγραφτεί
θα έχουμε μεταγραφεί
θα είμαστε μεταγραμμένοι, -ες |
θα έχεις μεταγράψει
θα έχεις μεταγραμμένο |
θα έχετε μεταγράψει
θα έχετε μεταγραμμένο |
θα έχεις μεταγραφτεί
θα έχεις μεταγραφεί
θα είσαι μεταγραμμένος, -η |
θα έχετε μεταγραφτεί
θα έχετε μεταγραφεί
θα είστε μεταγραμμένοι, -ες |
θα έχει μεταγράψει
θα έχει μεταγραμμένο |
θα έχουν μεταγράψει
θα έχουν μεταγραμμένο |
θα έχει μεταγραφτεί
θα έχει μεταγραφεί
θα είναι μεταγραμμένος, -η, -ο |
θα έχουν μεταγραφτεί
θα έχουν μεταγραφεί
θα είναι μεταγραμμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να μεταγράφω |
να μεταγράφουμε, να μεταγράφομε |
να μεταγράφομαι |
να μεταγραφόμαστε |
να μεταγράφεις |
να μεταγράφετε |
να μεταγράφεσαι |
να μεταγράφεστε, να μεταγραφόσαστε |
να μεταγράφει |
να μεταγράφουν(ε) |
να μεταγράφεται |
να μεταγράφονται |
Aorist |
να μεταγράψω |
να μεταγράψουμε, να μεταγράψομε |
να μεταγραφτώ, να μεταγραφώ |
να μεταγραφτούμε, να μεταγραφούμε |
να μεταγράψεις |
να μεταγράψετε |
να μεταγραφτείς, να μεταγραφείς |
να μεταγραφτείτε, να μεταγραφείτε |
να μεταγράψει |
να μεταγράψουν(ε) |
να μεταγραφτεί, να μεταγραφεί |
να μεταγραφτούν(ε), να μεταγραφούν(ε) |
Perf |
να έχω μεταγράψει
να έχω μεταγραμμένο |
να έχουμε μεταγράψει
να έχουμε μεταγραμμένο |
να έχω μεταγραφτεί
να έχω μεταγραφεί
να είμαι μεταγραμμένος, -η |
να έχουμε μεταγραφτεί
να έχουμε μεταγραφεί
να είμαστε μεταγραμμένοι, -ες |
να έχεις μεταγράψει
να έχεις μεταγραμμένο |
να έχετε μεταγράψει
να έχετε μεταγραμμένο |
να έχεις μεταγραφτεί
να έχεις μεταγραφεί
να είσαι μεταγραμμένος, -η |
να έχετε μεταγραφτεί
να έχετε μεταγραφεί
να είστε μεταγραμμένοι, -ες |
να έχει μεταγράψει
να έχει μεταγραμμένο |
να έχουν μεταγράψει
να έχουν μεταγραμμένο |
να έχει μεταγραφτεί
να έχει μεταγραφεί
να είναι μεταγραμμένος, -η, -ο |
να έχουν μεταγραφτεί
να έχουν μεταγραφεί
να είναι μεταγραμμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
μετέγραφε |
μεταγράφετε |
|
μεταγράφεστε |
Aorist |
μετέγραψε |
μεταγράψτε, μεταγράφτε |
μεταγράψου |
μεταγραφτείτε, μεταγραφείτε |
Part iciple |
Pres |
μεταγράφοντας |
μεταγραφόμενος |
Perf |
έχοντας μεταγράψει, έχοντας μεταγραμμένο |
μεταγραμμένος, -η, -ο |
μεταγραμμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
μεταγράψει |
μεταγραφτεί, μεταγραφεί |