[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΜΕΤΑΦΕΡΩ
I transport
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μεταφέρω μεταφέρουμε, μεταφέρομε μεταφέρομαι μεταφερόμαστε
μεταφέρεις μεταφέρετε μεταφέρεσαι μεταφέρεστε, μεταφερόσαστε
μεταφέρει μεταφέρουν(ε) μεταφέρεται μεταφέρονται
Imper
fect
μετέφερα, μετάφερα μεταφέραμε μεταφερόμουν(α) μεταφερόμαστε, μεταφερόμασταν
μετέφερες, μετάφερες μεταφέρατε μεταφερόσουν(α) μεταφερόσαστε, μεταφερόσασταν
μετέφερε, μετάφερε μετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε) μεταφερόταν(ε) μεταφέρονταν, μεταφερόντανε, μεταφερόντουσαν
Aorist μετέφερα, μετάφερα μεταφέραμε μεταφέρθηκα μεταφερθήκαμε
μετέφερες, μετάφερες μεταφέρατε μεταφέρθηκες μεταφερθήκατε
μετέφερε, μετάφερε μετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε) μεταφέρθηκε μεταφέρθηκαν, μεταφερθήκαν(ε)
Per
fect
έχω μεταφέρει έχουμε μεταφέρει έχω μεταφερθεί έχουμε μεταφερθεί
έχεις μεταφέρει έχετε μεταφέρει έχεις μεταφερθεί έχετε μεταφερθεί
έχει μεταφέρει έχουν μεταφέρει έχει μεταφερθεί έχουν μεταφερθεί
Plu
per
fect
είχα μεταφέρει είχαμε μεταφέρει είχα μεταφερθεί είχαμε μεταφερθεί
είχες μεταφέρει είχατε μεταφέρει είχες μεταφερθεί είχατε μεταφερθεί
είχε μεταφέρει είχαν μεταφέρει είχε μεταφερθεί είχαν μεταφερθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα μεταφέρω θα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομε θα μεταφέρομαι θα μεταφερόμαστε
θα μεταφέρεις θα μεταφέρετε θα μεταφέρεσαι θα μεταφέρεστε, θα μεταφερόσαστε
θα μεταφέρει θα μεταφέρουν(ε) θα μεταφέρεται θα μεταφέρονται
Simp
Fut
θα μεταφέρω θα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομε θα μεταφερθώ θα μεταφερθούμε
θα μεταφέρεις θα μεταφέρετε θα μεταφερθείς θα μεταφερθείτε
θα μεταφέρει θα μεταφέρουν(ε) θα μεταφερθεί θα μεταφερθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μεταφέρει θα έχουμε μεταφέρει θα έχω μεταφερθεί θα έχουμε μεταφερθεί
θα έχεις μεταφέρει θα έχετε μεταφέρει θα έχεις μεταφερθεί θα έχετε μεταφερθεί
θα έχει μεταφέρει θα έχουν μεταφέρει θα έχει μεταφερθεί θα έχουν μεταφερθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μεταφέρω να μεταφέρουμε, να μεταφέρομε να μεταφέρομαι να μεταφερόμαστε
να μεταφέρεις να μεταφέρετε να μεταφέρεσαι να μεταφέρεστε, να μεταφερόσαστε
να μεταφέρει να μεταφέρουν(ε) να μεταφέρεται να μεταφέρονται
Aorist να μεταφέρω να μεταφέρουμε, να μεταφέρομε να μεταφερθώ να μεταφερθούμε
να μεταφέρεις να μεταφέρετε να μεταφερθείς να μεταφερθείτε
να μεταφέρει να μεταφέρουν(ε) να μεταφερθεί να μεταφερθούν(ε)
Perf να έχω μεταφέρει να έχουμε μεταφέρει να έχω μεταφερθεί να έχουμε μεταφερθεί
να έχεις μεταφέρει να έχετε μεταφέρει να έχεις μεταφερθεί να έχετε μεταφερθεί
να έχει μεταφέρει να έχουν μεταφέρει να έχει μεταφερθεί να έχουν μεταφερθεί
Imper
ative
Pres μεταφέρε μεταφέρετε μεταφέρεστε
Aorist μεταφέρε μεταφέρετε, μεταφέρτε μεταφέρου μεταφερθείτε
Part
iciple
Pres μεταφέροντας μεταφερόμενος
Perf έχοντας μεταφέρει μεταφερμένος, -η, -ο μεταφερμένοι, -ες, -α
Infin Aorist μεταφέρει μεταφερθεί