ΛΗΣΜΟΝΩ I forget |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
λησμονάω, λησμονώ | λησμονάμε, λησμονούμε | λησμονιέμαι | λησμονιόμαστε |
λησμονάς | λησμονάτε | λησμονιέσαι | λησμονιέστε, λησμονιόσαστε | ||
λησμονάει, λησμονά | λησμονάν(ε), λησμονούν(ε) | λησμονιέται | λησμονιούνται, λησμονιόνται | ||
Imper fect |
λησμονούσα, λησμόναγα | λησμονούσαμε, λησμονάγαμε | λησμονιόμουν(α) | λησμονιόμαστε, λησμονιόμασταν | |
λησμονούσες, λησμόναγες | λησμονούσατε, λησμονάγατε | λησμονιόσουν(α) | λησμονιόσαστε, λησμονιόσασταν | ||
λησμονούσε, λησμόναγε | λησμονούσαν(ε), λησμόναγαν, λησμονάγανε | λησμονιόταν(ε) | λησμονιόνταν(ε), λησμονιούνταν, λησμονιόντουσαν | ||
Aorist | λησμόνησα | λησμονήσαμε | λησμονήθηκα | λησμονηθήκαμε | |
λησμόνησες | λησμονήσατε | λησμονήθηκες | λησμονηθήκατε | ||
λησμόνησε | λησμόνησαν, λησμονήσαν(ε) | λησμονήθηκε | λησμονήθηκαν, λησμονηθήκαν(ε) | ||
Perf ect |
|||||
Plu perf ect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα λησμονάω, |
θα λησμονάμε, |
|||
θα λησμονάς | θα λησμονάτε | θα λησμονιέσαι | θα λησμονιέστε, |
||
θα λησμονάει, |
θα λησμονάν(ε), |
θα λησμονιέται | θα λησμονιούνται, |
||
Simp Fut |
θα λησμονήσω | θα λησμονήσουμε, |
θα λησμονηθώ | θα λησμονηθούμε | |
θα λησμονήσεις | θα λησμονήσετε | θα λησμονηθείς | θα λησμονηθείτε | ||
θα λησμονήσει | θα λησμονήσουν(ε) | θα λησμονηθεί | θα λησμονηθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να λησμονάω, |
να λησμονάμε, |
να λησμονιέμαι | να λησμονιόμαστε |
να λησμονάς | να λησμονάτε | να λησμονιέσαι | να λησμονιέστε, |
||
να λησμονάει, |
να λησμονάν(ε), |
να λησμονιέται | να λησμονιούνται, |
||
Aorist | να λησμονήσω | να λησμονήσουμε, |
να λησμονηθώ | να λησμονηθούμε | |
να λησμονήσεις | να λησμονήσετε | να λησμονηθείς | να λησμονηθείτε | ||
να λησμονήσει | να λησμονήσουν(ε) | να λησμονηθεί | να λησμονηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | λησμόνα, λησμόναγε | λησμονάτε | λησμονιέστε | |
Aorist | λησμόνησε, λησμόνα | λησμονήστε | λησμονήσου | λησμονηθείτε | |
Part iciple |
Pres | λησμονώντας | |||
Perf | έχοντας λησμονήσει, |
λησμονημένος, -η, -ο | λησμονημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | λησμονήσει | λησμονηθεί |