| ΛΕΙΤΟΥΡΓΩ I function |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
λειτουργάω, λειτουργώ | λειτουργάμε, λειτουργούμε | λειτουργιέμαι | λειτουργιόμαστε |
| λειτουργάς | λειτουργάτε | λειτουργιέσαι | λειτουργιέστε, λειτουργιόσαστε | ||
| λειτουργάει, λειτουργά | λειτουργάν(ε), λειτουργούν(ε) | λειτουργιέται | λειτουργιούνται, λειτουργιόνται | ||
| Imper fect |
λειτουργούσα, λειτούργαγα | λειτουργούσαμε, λειτουργάγαμε | λειτουργιόμουν(α) | λειτουργιόμαστε, λειτουργιόμασταν | |
| λειτουργούσες, λειτούργαγες | λειτουργούσατε, λειτουργάγατε | λειτουργιόσουν(α) | λειτουργιόσαστε, λειτουργιόσασταν | ||
| λειτουργούσε, λειτούργαγε | λειτουργούσαν(ε), λειτούργαγαν, λειτουργάγανε | λειτουργιόταν(ε) | λειτουργιόνταν(ε), λειτουργιούνταν, λειτουργιόντουσαν | ||
| Aorist | λειτούργησα | λειτουργήσαμε | λειτουργήθηκα | λειτουργηθήκαμε | |
| λειτούργησες | λειτουργήσατε | λειτουργήθηκες | λειτουργηθήκατε | ||
| λειτούργησε | λειτούργησαν, λειτουργήσαν(ε) | λειτουργήθηκε | λειτουργήθηκαν, λειτουργηθήκαν(ε) | ||
| Perf ect |
|||||
| Plu perf ect |
|||||
| Fut ure Cont inuous |
θα λειτουργάω, |
θα λειτουργάμε, |
|||
| θα λειτουργιέστε, |
|||||
| θα λειτουργάει, |
θα λειτουργάν(ε), |
θα λειτουργιούνται, |
|||
| Simp Fut |
θα λειτουργήσουμε, |
||||
| θα λειτουργήσεις | θα λειτουργήσετε | θα λειτουργηθείς | θα λειτουργηθείτε | ||
| θα λειτουργήσει | θα λειτουργήσουν(ε) | θα λειτουργηθεί | θα λειτουργηθούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να λειτουργάω, |
να λειτουργάμε, |
να λειτουργιέμαι | να λειτουργιόμαστε |
| να λειτουργάς | να λειτουργάτε | να λειτουργιέσαι | να λειτουργιέστε, |
||
| να λειτουργάει, |
να λειτουργάν(ε), |
να λειτουργιέται | να λειτουργιούνται, |
||
| Aorist | να λειτουργήσω | να λειτουργήσουμε, |
να λειτουργηθώ | να λειτουργηθούμε | |
| να λειτουργήσεις | να λειτουργήσετε | να λειτουργηθείς | να λειτουργηθείτε | ||
| να λειτουργήσει | να λειτουργήσουν(ε) | να λειτουργηθεί | να λειτουργηθούν(ε) | ||
| Perf | |||||
| Imper ative |
Pres | λειτούργα, λειτούργαγε | λειτουργάτε | λειτουργιέστε | |
| Aorist | λειτούργησε, λειτούργα | λειτουργήστε | λειτουργήσου | λειτουργηθείτε | |
| Part iciple |
Pres | λειτουργώντας | |||
| Perf | έχοντας λειτουργήσει | λειτουργημένος, -η, -ο | λειτουργημένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | λειτουργήσει | λειτουργηθεί | ||