[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΙΣΟΣΚΕΛΙΖΩ
I balance
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ισοσκελίζω ισοσκελίζουμε, ισοσκελίζομε ισοσκελίζομαι ισοσκελιζόμαστε
ισοσκελίζεις ισοσκελίζετε ισοσκελίζεσαι ισοσκελίζεστε, ισοσκελιζόσαστε
ισοσκελίζει ισοσκελίζουν(ε) ισοσκελίζεται ισοσκελίζονται
Imper
fect
ισοσκέλιζα ισοσκελίζαμε ισοσκελιζόμουν(α) ισοσκελιζόμαστε, ισοσκελιζόμασταν
ισοσκέλιζες ισοσκελίζατε ισοσκελιζόσουν(α) ισοσκελιζόσαστε, ισοσκελιζόσασταν
ισοσκέλιζε ισοσκέλιζαν, ισοσκελίζαν(ε) ισοσκελιζόταν(ε) ισοσκελίζονταν, ισοσκελιζόντανε, ισοσκελιζόντουσαν
Aorist ισοσκέλισα ισοσκελίσαμε ισοσκελίστηκα ισοσκελιστήκαμε
ισοσκέλισες ισοσκελίσατε ισοσκελίστηκες ισοσκελιστήκατε
ισοσκέλισε ισοσκέλισαν, ισοσκελίσαν(ε) ισοσκελίστηκε ισοσκελίστηκαν, ισοσκελιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω ισοσκελίσει
έχω ισοσκελισμένο
έχουμε ισοσκελίσει
έχουμε ισοσκελισμένο
έχω ισοσκελιστεί
είμαι ισοσκελισμένος, -η
έχουμε ισοσκελιστεί
είμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
έχεις ισοσκελίσει
έχεις ισοσκελισμένο
έχετε ισοσκελίσει
έχετε ισοσκελισμένο
έχεις ισοσκελιστεί
είσαι ισοσκελισμένος, -η
έχετε ισοσκελιστεί
είστε ισοσκελισμένοι, -ες
έχει ισοσκελίσει
έχει ισοσκελισμένο
έχουν ισοσκελίσει
έχουν ισοσκελισμένο
έχει ισοσκελιστεί
είναι ισοσκελισμένος, -η, -ο
έχουν ισοσκελιστεί
είναι ισοσκελισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ισοσκελίσει
είχα ισοσκελισμένο
είχαμε ισοσκελίσει
είχαμε ισοσκελισμένο
είχα ισοσκελιστεί
ήμουν ισοσκελισμένος, -η
είχαμε ισοσκελιστεί
ήμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
είχες ισοσκελίσει
είχες ισοσκελισμένο
είχατε ισοσκελίσει
είχατε ισοσκελισμένο
είχες ισοσκελιστεί
ήσουν ισοσκελισμένος, -η
είχατε ισοσκελιστεί
ήσαστε ισοσκελισμένοι, -ες
είχε ισοσκελίσει
είχε ισοσκελισμένο
είχαν ισοσκελίσει
είχαν ισοσκελισμένο
είχε ισοσκελιστεί
ήταν ισοσκελισμένος, -η, -ο
είχαν ισοσκελιστεί
ήταν ισοσκελισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ισοσκελίζω θα ισοσκελίζουμε, θα ισοσκελίζομε θα ισοσκελίζομαι θα ισοσκελιζόμαστε
θα ισοσκελίζεις θα ισοσκελίζετε θα ισοσκελίζεσαι θα ισοσκελίζεστε, θα ισοσκελιζόσαστε
θα ισοσκελίζει θα ισοσκελίζουν(ε) θα ισοσκελίζεται θα ισοσκελίζονται
Simp
Fut
θα ισοσκελίσω θα ισοσκελίσουμε, θα ισοσκελίζομε θα ισοσκελιστώ θα ισοσκελιστούμε
θα ισοσκελίσεις θα ισοσκελίσετε θα ισοσκελιστείς θα ισοσκελιστείτε
θα ισοσκελίσει θα ισοσκελίσουν(ε) θα ισοσκελιστεί θα ισοσκελιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ισοσκελίσει
θα έχω ισοσκελισμένο
θα έχουμε ισοσκελίσει
θα έχουμε ισοσκελισμένο
θα έχω ισοσκελιστεί
θα είμαι ισοσκελισμένος, -η
θα έχουμε ισοσκελιστεί
θα είμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
θα έχεις ισοσκελίσει
θα έχεις ισοσκελισμένο
θα έχετε ισοσκελίσει
θα έχετε ισοσκελισμένο
θα έχεις ισοσκελιστεί
θα είσαι ισοσκελισμένος, -η
θα έχετε ισοσκελιστεί
θα είστε ισοσκελισμένοι, -ες
θα έχει ισοσκελίσει
θα έχει ισοσκελισμένο
θα έχουν ισοσκελίσει
θα έχουν ισοσκελισμένο
θα έχει ισοσκελιστεί
θα είναι ισοσκελισμένος, -η, -ο
θα έχουν ισοσκελιστεί
θα είναι ισοσκελισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ισοσκελίζω να ισοσκελίζουμε, να ισοσκελίζομε να ισοσκελίζομαι να ισοσκελιζόμαστε
να ισοσκελίζεις να ισοσκελίζετε να ισοσκελίζεσαι να ισοσκελίζεστε, να ισοσκελιζόσαστε
να ισοσκελίζει να ισοσκελίζουν(ε) να ισοσκελίζεται να ισοσκελίζονται
Aorist να ισοσκελίσω να ισοσκελίσουμε, να ισοσκελίσομε να ισοσκελιστώ να ισοσκελιστούμε
να ισοσκελίσεις να ισοσκελίσετε να ισοσκελιστείς να ισοσκελιστείτε
να ισοσκελίσει να ισοσκελίσουν(ε) να ισοσκελιστεί να ισοσκελιστούν(ε)
Perf να έχω ισοσκελίσει
να έχω ισοσκελισμένο
να έχουμε ισοσκελίσει
να έχουμε ισοσκελισμένο
να έχω ισοσκελιστεί
να είμαι ισοσκελισμένος, -η
να έχουμε ισοσκελιστεί
να είμαστε ισοσκελισμένοι, -ες
να έχεις ισοσκελίσει
να έχεις ισοσκελισμένο
να έχετε ισοσκελίσει
να έχετε ισοσκελισμένο
να έχεις ισοσκελιστεί
να είσαι ισοσκελισμένος, -η
να έχετε ισοσκελιστεί
να είστε ισοσκελισμένοι, -ες
να έχει ισοσκελίσει
να έχει ισοσκελισμένο
να έχουν ισοσκελίσει
να έχουν ισοσκελισμένο
να έχει ισοσκελιστεί
να είναι ισοσκελισμένος, -η, -ο
να έχουν ισοσκελιστεί
να είναι ισοσκελισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ισοσκέλιζε ισοσκελίζετε ισοσκελίζεστε
Aorist ισοσκέλισε ισοσκελίστε ισοσκελίσου ισοσκελιστείτε
Part
iciple
Pres ισοσκελίζοντας ισοσκελιζόμενος
Perf έχοντας ισοσκελίσει, έχοντας ισοσκελισμένο ισοσκελισμένος, -η, -ο ισοσκελισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ισοσκελίσει ισοσκελιστεί