ΓΕΙΤΟΝΕΥΩ I am in the ... |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
γειτονεύω | γειτονεύουμε, γειτονεύομε |
γειτονεύεις | γειτονεύετε | ||
γειτονεύει | γειτονεύουν(ε) | ||
Imper fect |
γειτόνευα | γειτονεύαμε | |
γειτόνευες | γειτονεύατε | ||
γειτόνευε | γειτόνευαν, γειτονεύαν(ε) | ||
Aorist | γειτόνεψα | γειτονέψαμε | |
γειτόνεψες | γειτονέψατε | ||
γειτόνεψε | γειτόνεψαν, γειτονέψαν(ε) | ||
Per fect |
έχω γειτονέψει | έχουμε γειτονέψει | |
έχεις γειτονέψει | έχετε γειτονέψει | ||
έχει γειτονέψει | έχουν γειτονέψει | ||
Plu per fect |
είχα γειτονέψει | είχαμε γειτονέψει | |
είχες γειτονέψει | είχατε γειτονέψει | ||
είχε γειτονέψει | είχαν γειτονέψει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα γειτονεύω | θα γειτονεύουμε, θα γειτονεύομε | |
θα γειτονεύεις | θα γειτονεύετε | ||
θα γειτονεύει | θα γειτονεύουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα γειτονέψω | θα γειτονέψουμε, θα γειτονέψομε | |
θα γειτονέψεις | θα γειτονέψετε | ||
θα γειτονέψει | θα γειτονέψουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω γειτονέψει | θα έχουμε γειτονέψει | |
θα έχεις γειτονέψει | θα έχετε γειτονέψει | ||
θα έχει γειτονέψει | θα έχουν γειτονέψει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να γειτονεύω | να γειτονεύουμε, να γειτονεύομε |
να γειτονεύεις | να γειτονεύετε | ||
να γειτονεύει | να γειτονεύουν(ε) | ||
Aorist | να γειτονέψω | να γειτονέψουμε, να γειτονέψομε | |
να γειτονέψεις | να γειτονέψετε | ||
να γειτονέψει | να γειτονέψουν(ε) | ||
Perf | να έχω γειτονέψει | να έχουμε γειτονέψει | |
να έχεις γειτονέψει | να έχετε γειτονέψει | ||
να έχει γειτονέψει | να έχουν γειτονέψει | ||
Imper ative |
Pres | γειτόνευε | γειτονεύετε |
Aorist | γειτόνεψε | γειτονέψτε, γειτονεύτε | |
Part iciple |
Pres | γειτονεύοντας | |
Perf | έχοντας γειτονέψει | ||
Infin | Aorist | γειτονέψει |