[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΡΕΘΙΖΩ
I excite
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ερεθίζω ερεθίζουμε, ερεθίζομε ερεθίζομαι ερεθιζόμαστε
ερεθίζεις ερεθίζετε ερεθίζεσαι ερεθίζεστε, ερεθιζόσαστε
ερεθίζει ερεθίζουν(ε) ερεθίζεται ερεθίζονται
Imper
fect
ερέθιζα ερεθίζαμε ερεθιζόμουν(α) ερεθιζόμαστε, ερεθιζόμασταν
ερέθιζες ερεθίζατε ερεθιζόσουν(α) ερεθιζόσαστε, ερεθιζόσασταν
ερέθιζε ερέθιζαν, ερεθίζαν(ε) ερεθιζόταν(ε) ερεθίζονταν, ερεθιζόντανε, ερεθιζόντουσαν
Aorist ερέθισα ερεθίσαμε ερεθίστηκα ερεθιστήκαμε
ερέθισες ερεθίσατε ερεθίστηκες ερεθιστήκατε
ερέθισε ερέθισαν, ερεθίσαν(ε) ερεθίστηκε ερεθίστηκαν, ερεθιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω ερεθίσει
έχω ερεθισμένο
έχουμε ερεθίσει
έχουμε ερεθισμένο
έχω ερεθιστεί
είμαι ερεθισμένος, -η
έχουμε ερεθιστεί
είμαστε ερεθισμένοι, -ες
έχεις ερεθίσει
έχεις ερεθισμένο
έχετε ερεθίσει
έχετε ερεθισμένο
έχεις ερεθιστεί
είσαι ερεθισμένος, -η
έχετε ερεθιστεί
είστε ερεθισμένοι, -ες
έχει ερεθίσει
έχει ερεθισμένο
έχουν ερεθίσει
έχουν ερεθισμένο
έχει ερεθιστεί
είναι ερεθισμένος, -η, -ο
έχουν ερεθιστεί
είναι ερεθισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ερεθίσει
είχα ερεθισμένο
είχαμε ερεθίσει
είχαμε ερεθισμένο
είχα ερεθιστεί
ήμουν ερεθισμένος, -η
είχαμε ερεθιστεί
ήμαστε ερεθισμένοι, -ες
είχες ερεθίσει
είχες ερεθισμένο
είχατε ερεθίσει
είχατε ερεθισμένο
είχες ερεθιστεί
ήσουν ερεθισμένος, -η
είχατε ερεθιστεί
ήσαστε ερεθισμένοι, -ες
είχε ερεθίσει
είχε ερεθισμένο
είχαν ερεθίσει
είχαν ερεθισμένο
είχε ερεθιστεί
ήταν ερεθισμένος, -η, -ο
είχαν ερεθιστεί
ήταν ερεθισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ερεθίζω θα ερεθίζουμε, θα ερεθίζομε θα ερεθίζομαι θα ερεθιζόμαστε
θα ερεθίζεις θα ερεθίζετε θα ερεθίζεσαι θα ερεθίζεστε, θα ερεθιζόσαστε
θα ερεθίζει θα ερεθίζουν(ε) θα ερεθίζεται θα ερεθίζονται
Simp
Fut
θα ερεθίσω θα ερεθίσουμε, θα ερεθίζομε θα ερεθιστώ θα ερεθιστούμε
θα ερεθίσεις θα ερεθίσετε θα ερεθιστείς θα ερεθιστείτε
θα ερεθίσει θα ερεθίσουν(ε) θα ερεθιστεί θα ερεθιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ερεθίσει
θα έχω ερεθισμένο
θα έχουμε ερεθίσει
θα έχουμε ερεθισμένο
θα έχω ερεθιστεί
θα είμαι ερεθισμένος, -η
θα έχουμε ερεθιστεί
θα είμαστε ερεθισμένοι, -ες
θα έχεις ερεθίσει
θα έχεις ερεθισμένο
θα έχετε ερεθίσει
θα έχετε ερεθισμένο
θα έχεις ερεθιστεί
θα είσαι ερεθισμένος, -η
θα έχετε ερεθιστεί
θα είστε ερεθισμένοι, -ες
θα έχει ερεθίσει
θα έχει ερεθισμένο
θα έχουν ερεθίσει
θα έχουν ερεθισμένο
θα έχει ερεθιστεί
θα είναι ερεθισμένος, -η, -ο
θα έχουν ερεθιστεί
θα είναι ερεθισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ερεθίζω να ερεθίζουμε, να ερεθίζομε να ερεθίζομαι να ερεθιζόμαστε
να ερεθίζεις να ερεθίζετε να ερεθίζεσαι να ερεθίζεστε, να ερεθιζόσαστε
να ερεθίζει να ερεθίζουν(ε) να ερεθίζεται να ερεθίζονται
Aorist να ερεθίσω να ερεθίσουμε, να ερεθίσομε να ερεθιστώ να ερεθιστούμε
να ερεθίσεις να ερεθίσετε να ερεθιστείς να ερεθιστείτε
να ερεθίσει να ερεθίσουν(ε) να ερεθιστεί να ερεθιστούν(ε)
Perf να έχω ερεθίσει
να έχω ερεθισμένο
να έχουμε ερεθίσει
να έχουμε ερεθισμένο
να έχω ερεθιστεί
να είμαι ερεθισμένος, -η
να έχουμε ερεθιστεί
να είμαστε ερεθισμένοι, -ες
να έχεις ερεθίσει
να έχεις ερεθισμένο
να έχετε ερεθίσει
να έχετε ερεθισμένο
να έχεις ερεθιστεί
να είσαι ερεθισμένος, -η
να έχετε ερεθιστεί
να είστε ερεθισμένοι, -ες
να έχει ερεθίσει
να έχει ερεθισμένο
να έχουν ερεθίσει
να έχουν ερεθισμένο
να έχει ερεθιστεί
να είναι ερεθισμένος, -η, -ο
να έχουν ερεθιστεί
να είναι ερεθισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ερέθιζε ερεθίζετε ερεθίζεστε
Aorist ερέθισε ερεθίστε ερεθίσου ερεθιστείτε
Part
iciple
Pres ερεθίζοντας ερεθιζόμενος
Perf έχοντας ερεθίσει, έχοντας ερεθισμένο ερεθισμένος, -η, -ο ερεθισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ερεθίσει ερεθιστεί