ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΩ I exterminate |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
εξολοθρεύω |
εξολοθρεύουμε, εξολοθρεύομε |
εξολοθρεύομαι |
εξολοθρευόμαστε |
εξολοθρεύεις |
εξολοθρεύετε |
εξολοθρεύεσαι |
εξολοθρεύεστε, εξολοθρευόσαστε |
εξολοθρεύει |
εξολοθρεύουν(ε) |
εξολοθρεύεται |
εξολοθρεύονται |
Imper fect |
εξολόθρευα |
εξολοθρεύαμε |
εξολοθρευόμουν(α) |
εξολοθρευόμαστε |
εξολόθρευες |
εξολοθρεύατε |
εξολοθρευόσουν(α) |
εξολοθρευόσαστε |
εξολόθρευε |
εξολόθρευαν, εξολοθρεύαν(ε) |
εξολοθρευόταν(ε) |
εξολοθρεύονταν |
Aorist |
εξολόθρευσα, εξολόθρεψα |
εξολοθρεύσαμε, εξολοθρέψαμε |
εξολοθρεύτηκα, εξολοθρεύθηκα |
εξολοθρευτήκαμε, εξολοθρευθήκαμε |
εξολόθρευσες, εξολόθρεψες |
εξολοθρεύσατε, εξολοθρέψατε |
εξολοθρεύτηκες, εξολοθρεύθηκες |
εξολοθρευτήκατε, εξολοθρευθήκατε |
εξολόθρευσε, εξολόθρεψε |
εξολόθρευσαν, εξολοθρεύσαν(ε)
εξολόθρεψαν, εξολοθρέψαν(ε) |
εξολοθρεύτηκε, εξολοθρεύθηκε |
εξολοθρεύτηκαν, εξολοθρευτήκαν(ε)
εξολοθρεύθηκαν, εξολοθρευθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω εξολοθρεύσει
έχω εξολοθρέψει
έχω εξολοθρευμένο |
έχουμε εξολοθρεύσει
έχουμε εξολοθρέψει
έχουμε εξολοθρευμένο |
έχω εξολοθρευτεί
έχω εξολοθρευθεί
είμαι εξολοθρευμένος, -η |
έχουμε εξολοθρευτεί
έχουμε εξολοθρευθεί
είμαστε εξολοθρευμένοι, -ες |
έχεις εξολοθρεύσει
έχεις εξολοθρέψει
έχεις εξολοθρευμένο |
έχετε εξολοθρεύσει
έχετε εξολοθρέψει
έχετε εξολοθρευμένο |
έχεις εξολοθρευτεί
έχεις εξολοθρευθεί
είσαι εξολοθρευμένος, -η |
έχετε εξολοθρευτεί
έχετε εξολοθρευθεί
είστε εξολοθρευμένοι, -ες |
έχει εξολοθρεύσει
έχει εξολοθρέψει
έχει εξολοθρευμένο |
έχουν εξολοθρεύσει
έχουν εξολοθρέψει
έχουν εξολοθρευμένο |
έχει εξολοθρευτεί
έχει εξολοθρευθεί
είναι εξολοθρευμένος, -η, -ο |
έχουν εξολοθρευτεί
έχουν εξολοθρευθεί
είναι εξολοθρευμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα εξολοθρεύσει
είχα εξολοθρέψει
είχα εξολοθρευμένο |
είχαμε εξολοθρεύσει
είχαμε εξολοθρέψει
είχαμε εξολοθρευμένο |
είχα εξολοθρευτεί
είχα εξολοθρευθεί
ήμουν εξολοθρευμένος, -η |
είχαμε εξολοθρευτεί
είχαμε εξολοθρευθεί
ήμαστε εξολοθρευμένοι, -ες |
είχες εξολοθρεύσει
είχες εξολοθρέψει
είχες εξολοθρευμένο |
είχατε εξολοθρεύσει
είχατε εξολοθρέψει
είχατε εξολοθρευμένο |
είχες εξολοθρευτεί
είχες εξολοθρευθεί
ήσουν εξολοθρευμένος, -η |
είχατε εξολοθρευτεί
είχατε εξολοθρευθεί
ήσαστε εξολοθρευμένοι, -ες |
είχε εξολοθρεύσει
είχε εξολοθρέψει
είχε εξολοθρευμένο |
είχαν εξολοθρεύσει
είχαν εξολοθρέψει
είχαν εξολοθρευμένο |
είχε εξολοθρευτεί
είχε εξολοθρευθεί
ήταν εξολοθρευμένος, -η, -ο |
είχαν εξολοθρευτεί
είχαν εξολοθρευθεί
ήταν εξολοθρευμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα εξολοθρεύω |
θα εξολοθρεύουμε, θα εξολοθρεύομε |
θα εξολοθρεύομαι |
θα εξολοθρευόμαστε |
θα εξολοθρεύεις |
θα εξολοθρεύετε |
θα εξολοθρεύεσαι |
θα εξολοθρεύεστε, θα εξολοθρευόσαστε |
θα εξολοθρεύει |
θα εξολοθρεύουν(ε) |
θα εξολοθρεύεται |
θα εξολοθρεύονται |
Simp Fut |
θα εξολοθρεύσω, θα εξολοθρέψω |
θα εξολοθρεύσουμε, θα εξολοθρεύσομε
θα εξολοθρέψουμε, θα εξολοθρέψομε |
θα εξολοθρευτώ, θα εξολοθρευθώ |
θα εξολοθρευτούμε, θα εξολοθρευθούμε |
θα εξολοθρεύσεις, θα εξολοθρέψεις |
θα εξολοθρεύσετε, θα εξολοθρέψετε |
θα εξολοθρευτείς, θα εξολοθρευθείς |
θα εξολοθρευτείτε, θα εξολοθρευθείτε |
θα εξολοθρεύσει, θα εξολοθρέψει |
θα εξολοθρεύσουν(ε), θα εξολοθρέψουν(ε) |
θα εξολοθρευτεί, θα εξολοθρευθεί |
θα εξολοθρευτούν(ε), θα εξολοθρευθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω εξολοθρεύσει
θα έχω εξολοθρέψει
θα έχω εξολοθρευμένο |
θα έχουμε εξολοθρεύσει
θα έχουμε εξολοθρέψει
θα έχουμε εξολοθρευμένο |
θα έχω εξολοθρευτεί
θα έχω εξολοθρευθεί
θα είμαι εξολοθρευμένος, -η |
θα έχουμε εξολοθρευτεί
θα έχουμε εξολοθρευθεί
θα είμαστε εξολοθρευμένοι, -ες |
θα έχεις εξολοθρεύσει
θα έχεις εξολοθρέψει
θα έχεις εξολοθρευμένο |
θα έχετε εξολοθρεύσει
θα έχετε εξολοθρέψει
θα έχετε εξολοθρευμένο |
θα έχεις εξολοθρευτεί
θα έχεις εξολοθρευθεί
θα είσαι εξολοθρευμένος, -η |
θα έχετε εξολοθρευτεί
θα έχετε εξολοθρευθεί
θα είστε εξολοθρευμένοι, -ες |
θα έχει εξολοθρεύσει
θα έχει εξολοθρέψει
θα έχει εξολοθρευμένο |
θα έχουν εξολοθρεύσει
θα έχουν εξολοθρέψει
θα έχουν εξολοθρευμένο |
θα έχει εξολοθρευτεί
θα έχει εξολοθρευθεί
θα είναι εξολοθρευμένος, -η, -ο |
θα έχουν εξολοθρευτεί
θα έχουν εξολοθρευθεί
θα είναι εξολοθρευμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να εξολοθρεύω |
να εξολοθρεύουμε, να εξολοθρεύομε |
να εξολοθρεύομαι |
να εξολοθρευόμαστε |
να εξολοθρεύεις |
να εξολοθρεύετε |
να εξολοθρεύεσαι |
να εξολοθρεύεστε, να εξολοθρευόσαστε |
να εξολοθρεύει |
να εξολοθρεύουν(ε) |
να εξολοθρεύεται |
να εξολοθρεύονται |
Aorist |
να εξολοθρεύσω, να εξολοθρέψω |
να εξολοθρεύσουμε, να εξολοθρεύσομε
να εξολοθρέψουμε, να εξολοθρέψομε |
να εξολοθρευτώ, να εξολοθρευθώ |
να εξολοθρευτούμε, να εξολοθρευθούμε |
να εξολοθρεύσεις, να εξολοθρέψεις |
να εξολοθρεύσετε, να εξολοθρέψετε |
να εξολοθρευτείς, να εξολοθρευθείς |
να εξολοθρευτείτε, να εξολοθρευθείτε |
να εξολοθρεύσει, να εξολοθρέψει |
να εξολοθρεύσουν(ε), να εξολοθρέψουν(ε) |
να εξολοθρευτεί, να εξολοθρευθεί |
να εξολοθρευτούν(ε), να εξολοθρευθούν(ε) |
Perf |
να έχω εξολοθρεύσει
να έχω εξολοθρέψει
να έχω εξολοθρευμένο |
να έχουμε εξολοθρεύσει
να έχουμε εξολοθρέψει
να έχουμε εξολοθρευμένο |
να έχω εξολοθρευτεί
να έχω εξολοθρευθεί
να είμαι εξολοθρευμένος, -η |
να έχουμε εξολοθρευτεί
να έχουμε εξολοθρευθεί
να είμαστε εξολοθρευμένοι, -ες |
να έχεις εξολοθρεύσει
να έχεις εξολοθρέψει
να έχεις εξολοθρευμένο |
να έχετε εξολοθρεύσει
να έχετε εξολοθρέψει
να έχετε εξολοθρευμένο |
να έχεις εξολοθρευτεί
να έχεις εξολοθρευθεί
να είσαι εξολοθρευμένος, -η |
να έχετε εξολοθρευτεί
να έχετε εξολοθρευθεί
να είστε εξολοθρευμένοι, -ες |
να έχει εξολοθρεύσει
να έχει εξολοθρέψει
να έχει εξολοθρευμένο |
να έχουν εξολοθρεύσει
να έχουν εξολοθρέψει
να έχουν εξολοθρευμένο |
να έχει εξολοθρευτεί
να έχει εξολοθρευθεί
να είναι εξολοθρευμένος, -η, -ο |
να έχουν εξολοθρευτεί
να έχουν εξολοθρευθεί
να είναι εξολοθρευμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
εξολόθρευε |
εξολοθρεύετε |
|
εξολοθρεύεστε |
Aorist |
εξολόθρευσε, εξολόθρεψε |
εξολοθρεύστε, εξολοθρεύσετε
εξολοθρέψτε, εξολοθρέψετε |
εξολοθρεύσου |
εξολοθρευτείτε, εξολοθρευθείτε |
Part iciple |
Pres |
εξολοθρεύοντας |
εξολοθρευόμενος |
Perf |
έχοντας εξολοθρεύσει, έχοντας εξολοθρέψει
έχοντας εξολοθρευμένο |
εξολοθρευμένος, -η, -ο |
εξολοθρευμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
εξολοθρεύσει, εξολοθρέψει |
εξολοθρευτεί, εξολοθρευθεί |