[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΞΑΓΩ
I export
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εξάγω εξάγουμε, εξάγομε εξάγομαι εξαγόμαστε
εξάγεξ εξάγετε εξάγεσαι εξάγεστε, εξαγόσαστε
εξάγει εξάγουν(ε) εξάγεται εξάγονται
Imper
fect
εξήγα εξήγαμε εξαγόμουν(α) εξαγόμαστε
εξήγες εξήγατε εξαγόσουν(α) εξαγόσαστε
εξήγε εξήγαν εξαγόταν(ε) εξάγονταν
Aorist εξήγαγα εξηγάγαμε (εξάχθηκα) (εξαχθήκαμε)
εξήγαγες εξηγάγατε (εξάχθηκες) (εξαχθήκατε)
εξήγαγε εξήγαγαν (εξάχθηκε) εξήχθη (εξάχθηκαν) εξήχθησαν
Per
fect
έχω εξαγάγει έχουμε εξαγάγει έχω εξαχθεί έχουμε εξαχθεί
έχεξ εξαγάγει έχετε εξαγάγει έχεξ εξαχθεί έχετε εξαχθεί
έχει εξαγάγει έχουν εξαγάγει έχει εξαχθεί έχουν εξαχθεί
Plu
per
fect
είχα εξαγάγει είχαμε εξαγάγει είχα εξαχθεί είχαμε εξαχθεί
είχες εξαγάγει είχατε εξαγάγει είχες εξαχθεί είχατε εξαχθεί
είχε εξαγάγει είχαν εξαγάγει είχε εξαχθεί είχαν εξαχθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα εξάγω θα εξάγουμε, θα εξάγομε θα εξάγομαι θα εξαγόμαστε
θα εξάγεξ θα εξάγετε θα εξάγεσαι θα εξάγεστε, θα εξαγόσαστε
θα εξάγει θα εξάγουν(ε) θα εξάγεται θα εξάγονται
Simp
Fut
θα εξηγάγω θα εξηγάγουμε, θα εξηγάγομε θα εξαχθώ θα εξαχθούμε
θα εξαγάγεξ θα εξηγάγετε θα εξαχθείς θα εξαχθείτε
θα εξαγάγει θα εξηγάγουν(ε) θα εξαχθεί θα εξαχθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εξαγάγει θα έχουμε εξαγάγει θα έχω εξαχθεί θα έχουμε εξαχθεί
θα έχεξ εξαγάγει θα έχετε εξαγάγει θα έχεξ εξαχθεί θα έχετε εξαχθεί
θα έχει εξαγάγει θα έχουν εξαγάγει θα έχει εξαχθεί θα έχουν εξαχθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εξάγω να εξάγουμε, να εξάγομε να εξάγομαι να εξαγόμαστε
να εξάγεξ να εξάγετε να εξάγεσαι να εξάγεστε, να εξαγόσαστε
να εξάγει να εξάγουν(ε) να εξάγεται να εξάγονται
Aorist να εξηγάγω να εξηγάγουμε, να εξηγάγομε να εξαχθώ να εξαχθούμε
να εξαγάγεξ να εξηγάγετε να εξαχθείς να εξαχθείτε
να εξαγάγει να εξηγάγουν(ε) να εξαχθεί να εξαχθούν(ε)
Perf να έχω εξαγάγει να έχουμε εξαγάγει να έχω εξαχθεί να έχουμε εξαχθεί
να έχεξ εξαγάγει να έχετε εξαγάγει να έχεξ εξαχθεί να έχετε εξαχθεί
να έχει εξαγάγει να έχουν εξαγάγει να έχει εξαχθεί να έχουν εξαχθεί
Imper
ative
Pres εξάγετε εξάγεστε
Aorist εξαγάγετε εξαχθείτε
Part
iciple
Pres εξάγοντας (εξαγόμενος)
Perf έχοντας εξαγάγει (εξαγμένος, -η, -ο) (εξαγμένοι, -ες, -α)
Infin Aorist εξαγάγει εξαχθεί