[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΔΙΠΛΩΝΩ
I fold
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διπλώνω διπλώνουμε, διπλώνομε διπλώνομαι διπλωνόμαστε
διπλώνεις διπλώνετε διπλώνεσαι διπλώνεστε, διπλωνόσαστε
διπλώνει διπλώνουν(ε) διπλώνεται διπλώνονται
Imper
fect
δίπλωνα διπλώναμε διπλωνόμουν(α) διπλωνόμαστε, διπλωνόμασταν
δίπλωνες διπλώνατε διπλωνόσουν(α) διπλωνόσαστε, διπλωνόσασταν
δίπλωνε δίπλωναν, διπλώναν(ε) διπλωνόταν(ε) διπλώνονταν, διπλωνόντανε, διπλωνόντουσαν
Aorist δίπλωσα διπλώσαμε διπλώθηκα διπλωθήκαμε
δίπλωσες διπλώσατε διπλώθηκες διπλωθήκατε
δίπλωσε δίπλωσαν, διπλώσαν(ε) διπλώθηκε διπλώθηκαν, διπλωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω διπλώσει
έχω διπλωμένο
έχουμε διπλώσει
έχουμε διπλωμένο
έχω διπλωθεί
είμαι διπλωμένος, -η
έχουμε διπλωθεί
είμαστε διπλωμένοι, -ες
έχεις διπλώσει
έχεις διπλωμένο
έχετε διπλώσει
έχετε διπλωμένο
έχεις διπλωθεί
είσαι διπλωμένος, -η
έχετε διπλωθεί
είστε διπλωμένοι, -ες
έχει διπλώσει
έχει διπλωμένο
έχουν διπλώσει
έχουν διπλωμένο
έχει διπλωθεί
είναι διπλωμένος, -η, -ο
έχουν διπλωθεί
είναι διπλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα διπλώσει
είχα διπλωμένο
είχαμε διπλώσει
είχαμε διπλωμένο
είχα διπλωθεί
ήμουν διπλωμένος, -η
είχαμε διπλωθεί
ήμαστε διπλωμένοι, -ες
είχες διπλώσει
είχες διπλωμένο
είχατε διπλώσει
είχατε διπλωμένο
είχες διπλωθεί
ήσουν διπλωμένος, -η
είχατε διπλωθεί
ήσαστε διπλωμένοι, -ες
είχε διπλώσει
είχε διπλωμένο
είχαν διπλώσει
είχαν διπλωμένο
είχε διπλωθεί
ήταν διπλωμένος, -η, -ο
είχαν διπλωθεί
ήταν διπλωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα διπλώνω θα διπλώνουμε, θα διπλώνομε θα διπλώνομαι θα διπλωνόμαστε
θα διπλώνεις θα διπλώνετε θα διπλώνεσαι θα διπλώνεστε, θα διπλωνόσαστε
θα διπλώνει θα διπλώνουν(ε) θα διπλώνεται θα διπλώνονται
Simp
Fut
θα διπλώσω θα διπλώσουμε, θα διπλώσομε θα διπλωθώ θα διπλωθούμε
θα διπλώσεις θα διπλώσετε θα διπλωθείς θα διπλωθείτε
θα διπλώσει θα διπλώσουν θα διπλωθεί θα διπλωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διπλώσει
θα έχω διπλωμένο
θα έχουμε διπλώσει
θα έχουμε διπλωμένο
θα έχω διπλωθεί
θα είμαι διπλωμένος, -η
θα έχουμε διπλωθεί
θα είμαστε διπλωμένοι, -ες
θα έχεις διπλώσει
θα έχεις διπλωμένο
θα έχετε διπλώσει
θα έχετε διπλωμένο
θα έχεις διπλωθεί
θα είσαι διπλωμένος, -η
θα έχετε διπλωθεί
θα είστε διπλωμένοι, -ες
θα έχει διπλώσει
θα έχει διπλωμένο
θα έχουν διπλώσει
θα έχουν διπλωμένο
θα έχει διπλωθεί
θα είναι διπλωμένος, -η, -ο
θα έχουν διπλωθεί
θα είναι διπλωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διπλώνω να διπλώνουμε, να διπλώνομε να διπλώνομαι να διπλωνόμαστε
να διπλώνεις να διπλώνετε να διπλώνεσαι να διπλώνεστε, να διπλωνόσαστε
να διπλώνει να διπλώνουν(ε) να διπλώνεται να διπλώνονται
Aorist να διπλώσω να διπλώσουμε, να διπλώσομε να διπλωθώ να διπλωθούμε
να διπλώσεις να διπλώσετε να διπλωθείς να διπλωθείτε
να διπλώσει να διπλώσουν(ε) να διπλωθεί να διπλωθούν(ε)
Perf να έχω διπλώσει
να έχω διπλωμένο
να έχουμε διπλώσει
να έχουμε διπλωμένο
να έχω διπλωθεί
να είμαι διπλωμένος, -η
να έχουμε διπλωθεί
να είμαστε διπλωμένοι, -ες
να έχεις διπλώσει
να έχεις διπλωμένο
να έχετε διπλώσει
να έχετε διπλωμένο
να έχεις διπλωθεί
να είσαι διπλωμένος, -η
να έχετε διπλωθεί
να είστε διπλωμένοι, -ες
να έχει διπλώσει
να έχει διπλωμένο
να έχουν διπλώσει
να έχουν διπλωμένο
να έχει διπλωθεί
να είναι διπλωμένος, -η, -ο
να έχουν διπλωθεί
να είναι διπλωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres δίπλωνε διπλώνετε διπλώνεστε
Aorist δίπλωσε διπλώστε, διπλώσετε διπλώσου διπλωθείτε
Part
iciple
Pres διπλώνοντας
Perf έχοντας διπλώσει, έχοντας διπλωμένο διπλωμένος, -η, -ο διπλωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist διπλώσει διπλωθεί