ΔΙΠΛΑΣΙ... I double |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διπλασιάζω | διπλασιάζουμε, διπλασιάζομε | διπλασιάζομαι | διπλασιαζόμαστε |
διπλασιάζεις | διπλασιάζετε | διπλασιάζεσαι | διπλασιάζεστε, διπλασιαζόσαστε | ||
διπλασιάζει | διπλασιάζουν(ε) | διπλασιάζεται | διπλασιάζονται | ||
Imper fect |
διπλασίαζα | διπλασιάζαμε | διπλασιαζόμουν(α) | διπλασιαζόμαστε, διπλασιαζόμασταν | |
διπλασίαζες | διπλασιάζατε | διπλασιαζόσουν(α) | διπλασιαζόσαστε, διπλασιαζόσασταν | ||
διπλασίαζε | διπλασίαζαν, διπλασιάζαν(ε) | διπλασιαζόταν(ε) | διπλασιάζονταν, διπλασιαζόντανε, διπλασιαζόντουσαν | ||
Aorist | διπλασίασα | διπλασιάσαμε | διπλασιάστηκα | διπλασιαστήκαμε | |
διπλασίασες | διπλασιάσατε | διπλασιάστηκες | διπλασιαστήκατε | ||
διπλασίασε | διπλασίασαν, διπλασιάσαν(ε) | διπλασιάστηκε | διπλασιάστηκαν, διπλασιαστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω διπλασιάσει έχω διπλασιασμένο |
έχουμε διπλασιάσει έχουμε διπλασιασμένο |
έχω διπλασιαστεί είμαι διπλασιασμένος, -η |
έχουμε διπλασιαστεί είμαστε διπλασιασμένοι, -ες |
|
έχεις διπλασιάσει έχεις διπλασιασμένο |
έχετε διπλασιάσει έχετε διπλασιασμένο |
έχεις διπλασιαστεί είσαι διπλασιασμένος, -η |
έχετε διπλασιαστεί είστε διπλασιασμένοι, -ες |
||
έχει διπλασιάσει έχει διπλασιασμένο |
έχουν διπλασιάσει έχουν διπλασιασμένο |
έχει διπλασιαστεί είναι διπλασιασμένος, -η, -ο |
έχουν διπλασιαστεί είναι διπλασιασμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα διπλασιάσει είχα διπλασιασμένο |
είχαμε διπλασιάσει είχαμε διπλασιασμένο |
είχα διπλασιαστεί ήμουν διπλασιασμένος, -η |
είχαμε διπλασιαστεί ήμαστε διπλασιασμένοι, -ες |
|
είχες διπλασιάσει είχες διπλασιασμένο |
είχατε διπλασιάσει είχατε διπλασιασμένο |
είχες διπλασιαστεί ήσουν διπλασιασμένος, -η |
είχατε διπλασιαστεί ήσαστε διπλασιασμένοι, -ες |
||
είχε διπλασιάσει είχε διπλασιασμένο |
είχαν διπλασιάσει είχαν διπλασιασμένο |
είχε διπλασιαστεί ήταν διπλασιασμένος, -η, -ο |
είχαν διπλασιαστεί ήταν διπλασιασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα διπλασιάζω | θα διπλασιάζουμε, θα διπλασιάζομε | θα διπλασιάζομαι | θα διπλασιαζόμαστε | |
θα διπλασιάζεις | θα διπλασιάζετε | θα διπλασιάζεσαι | θα διπλασιάζεστε, θα διπλασιαζόσαστε | ||
θα διπλασιάζει | θα διπλασιάζουν(ε) | θα διπλασιάζεται | θα διπλασιάζονται | ||
Simp Fut |
θα διπλασιάσω | θα διπλασιάσουμε, θα διπλασιάσομε | θα διπλασιαστώ | θα διπλασιαστούμε | |
θα διπλασιάσεις | θα διπλασιάσετε | θα διπλασιαστείς | θα διπλασιαστείτε | ||
θα διπλασιάσει | θα διπλασιάσουν(ε) | θα διπλασιαστεί | θα διπλασιαστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω διπλασιάσει θα έχω διπλασιασμένο |
θα έχουμε διπλασιάσει θα έχουμε διπλασιασμένο |
θα έχω διπλασιαστεί θα είμαι διπλασιασμένος, -η |
θα έχουμε διπλασιαστεί θα είμαστε διπλασιασμένοι, -ες |
|
θα έχεις διπλασιάσει θα έχεις διπλασιασμένο |
θα έχετε διπλασιάσει θα έχετε διπλασιασμένο |
θα έχεις διπλασιαστεί θα είσαι διπλασιασμένος, -η |
θα έχετε διπλασιαστεί θα είστε διπλασιασμένοι, -ες |
||
θα έχει διπλασιάσει θα έχει διπλασιασμένο |
θα έχουν διπλασιάσει θα έχουν διπλασιασμένο |
θα έχει διπλασιαστεί θα είναι διπλασιασμένος, -η, -ο |
θα έχουν διπλασιαστεί θα είναι διπλασιασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διπλασιάζω | να διπλασιάζουμε, να διπλασιάζομε | να διπλασιάζομαι | να διπλασιαζόμαστε |
να διπλασιάζεις | να διπλασιάζετε | να διπλασιάζεσαι | να διπλασιάζεστε, να διπλασιαζόσαστε | ||
να διπλασιάζει | να διπλασιάζουν(ε) | να διπλασιάζεται | να διπλασιάζονται | ||
Aorist | να διπλασιάσω | να διπλασιάσουμε, να διπλασιάσομε | να διπλασιαστώ | να διπλασιαστούμε | |
να διπλασιάσεις | να διπλασιάσετε | να διπλασιαστείς | να διπλασιαστείτε | ||
να διπλασιάσει | να διπλασιάσουν | να διπλασιαστεί | να διπλασιαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω διπλασιάσει να έχω διπλασιασμένο |
να έχουμε διπλασιασμένο |
να έχω διπλασιαστεί |
να έχουμε διπλασιαστεί |
|
να έχεις διπλασιασμένο |
να έχετε διπλασιάσει να έχετε διπλασιασμένο |
να έχεις διπλασιαστεί να είσαι διπλασιασμένος, -η |
να έχετε διπλασιαστεί να είστε διπλασιασμένοι, -ες |
||
να έχει διπλασιάσει να έχει διπλασιασμένο |
να έχουν διπλασιάσει να έχουν διπλασιασμένο |
να έχει διπλασιαστεί |
να έχουν διπλασιαστεί |
||
Imper ative |
Pres | διπλασίαζε | διπλασιάζετε | διπλασιάζεστε | |
Aorist | διπλασίασε | διπλασιάστε | διπλασιάσου | διπλασιαστείτε | |
Part iciple |
Pres | διπλασιάζοντας | διπλασιαζόμενος | ||
Perf | έχοντας διπλασιάσει, έχοντας διπλασιασμένο | διπλασιασμένος, -η, -ο | διπλασιασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διπλασιάσει | διπλασιαστεί |