ΔΙΝΩ I give |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
δίνω |
δίνουμε, δίνομε |
δίνομαι |
δινόμαστε |
δίνεις |
δίνετε |
δίνεσαι |
δίνεστε, δινόσαστε |
δίνει |
δίνουν(ε) |
δίνεται |
δίνονται |
Imper fect |
έδινα |
δίναμε |
δινόμουν(α) |
δινόμαστε, δινόμασταν |
έδινες |
δίνατε |
δινόσουν(α) |
δινόσαστε, δινόσασταν |
έδινε |
έδιναν, δίναν(ε) |
δινόταν(ε) |
δίνονταν, δινόντανε, δινόντουσαν |
Aorist |
έδωσα |
δώσαμε |
δόθηκα |
δοθήκαμε |
έδωσες |
δώσατε |
δόθηκες |
δοθήκατε |
έδωσε |
έδωσαν, δώσαν(ε) |
δόθηκε |
δόθηκαν, δοθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω δώσει
(έχω δοσμένο) |
έχουμε δώσει
(έχουμε δοσμένο) |
έχω δοθεί
(είμαι δοσμένος, -η) |
έχουμε δοθεί
(είμαστε δοσμένοι, -ες) |
έχεις δώσει
(έχεις δοσμένο) |
έχετε δώσει
(έχετε δοσμένο) |
έχεις δοθεί
(είσαι δοσμένος, -η) |
έχετε δοθεί
(είστε δοσμένοι, -ες) |
έχει δώσει
(έχει δοσμένο) |
έχουν δώσει
(έχουν δοσμένο) |
έχει δοθεί
(είναι δοσμένος, -η, -ο) |
έχουν δοθεί
(είναι δοσμένοι, -ες, -α) |
Plu per fect |
είχα δώσει
(είχα δοσμένο) |
είχαμε δώσει
(είχαμε δοσμένο) |
είχα δοθεί
(ήμουν δοσμένος, -η) |
είχαμε δοθεί
(ήμαστε δοσμένοι, -ες) |
είχες δώσει
(είχες δοσμένο) |
είχατε δώσει
(είχατε δοσμένο) |
είχες δοθεί
(ήσουν δοσμένος, -η) |
είχατε δοθεί
(ήσαστε δοσμένοι, -ες) |
είχε δώσει
(είχε δοσμένο) |
είχαν δώσει
(είχαν δοσμένο) |
είχε δοθεί
(ήταν δοσμένος, -η, -ο) |
είχαν δοθεί
(ήταν δοσμένοι, -ες, -α) |
Fut ure Cont inuous |
θα δίνω |
θα δίνουμε, θα δίνομε |
θα δίνομαι |
θα δινόμαστε |
θα δίνεις |
θα δίνετε |
θα δίνεσαι |
θα δίνεστε, θα δινόσαστε |
θα δίνει |
θα δίνουν(ε) |
θα δίνεται |
θα δίνονται |
Simp Fut |
θα δώσω |
θα δώσουμε, θα δώσομε |
θα δοθώ |
θα δοθούμε |
θα δώσεις |
θα δώσετε |
θα δοθείς |
θα δοθείτε |
θα δώσει |
θα δώσουν(ε) |
θα δοθεί |
θα δοθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω δώσει
(θα έχω δοσμένο) |
θα έχουμε δώσει
(θα έχουμε δοσμένο) |
θα έχω δοθεί
(θα είμαι δοσμένος, -η) |
θα έχουμε δοθεί
(θα είμαστε δοσμένοι, -ες) |
θα έχεις δώσει
(θα έχεις δοσμένο) |
θα έχετε δώσει
(θα έχετε δοσμένο) |
θα έχεις δοθεί
(θα είσαι δοσμένος, -η) |
θα έχετε δοθεί
(θα είστε δοσμένοι, -ες) |
θα έχει δώσει
(θα έχει δοσμένο) |
θα έχουν δώσει
(θα έχουν δοσμένο) |
θα έχει δοθεί
(θα είναι δοσμένος, -η, -ο) |
θα έχουν δοθεί
(θα είναι δοσμένοι, -ες, -α) |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να δίνω |
να δίνουμε, να δίνομε |
να δίνομαι |
να δινόμαστε |
να δίνεις |
να δίνετε |
να δίνεσαι |
να δίνεστε, να δινόσαστε |
να δίνει |
να δίνουν(ε) |
να δίνεται |
να δίνονται |
Aorist |
να δώσω |
να δώσουμε, να δώσομε |
να δοθώ |
να δοθούμε |
να δώσεις |
να δώσετε |
να δοθείς |
να δοθείτε |
να δώσει |
να δώσουν(ε) |
να δοθεί |
να δοθούν(ε) |
Perf |
να έχω δώσει
(να έχω δοσμένο) |
να έχουμε δώσει
(να έχουμε δοσμένο) |
να έχω δοθεί
(να είμαι δοσμένος, -η) |
να έχουμε δοθεί
(να είμαστε δοσμένοι, -ες) |
να έχεις δώσει
(να έχεις δοσμένο) |
να έχετε δώσει
(να έχετε δοσμένο) |
να έχεις δοθεί
(να είσαι δοσμένος, -η) |
να έχετε δοθεί
(να είστε δοσμένοι, -ες) |
να έχει δώσει
(να έχει δοσμένο) |
να έχουν δώσει
(να έχουν δοσμένο) |
να έχει δοθεί
(να είναι δοσμένος, -η, -ο) |
να έχουν δοθεί
(να είναι δοσμένοι, -ες, -α) |
Imper ative |
Pres |
δίνε |
δίνετε |
|
δίνεστε |
Aorist |
δώσε |
δώστε |
δώσου |
δοθείτε |
Part iciple |
Pres |
δίνοντας |
|
|
Perf |
έχοντας δώσει, έχοντας δοσμένο |
δοσμένος, -η, -ο |
δοσμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
δώσει |
δοθεί |