ΔΙΑΓΡΑΦΩ I erase |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διαγράφω |
διαγράφουμε, διαγράφομε |
διαγράφομαι |
διαγραφόμαστε |
διαγράφεις |
διαγράφετε |
διαγράφεσαι |
διαγράφεστε, διαγραφόσαστε |
διαγράφει |
διαγράφουν(ε) |
διαγράφεται |
διαγράφονται |
Imper fect |
διέγραφα |
διαγράφαμε |
διαγραφόμουν(α) |
διαγραφόμαστε, διαγραφόμασταν |
διέγραφες |
διαγράφατε |
διαγραφόσουν(α) |
διαγραφόσαστε, διαγραφόσασταν |
διέγραφε |
διέγραφαν, διαγράφαν(ε) |
διαγραφόταν(ε) |
διαγράφονταν, διαγραφόντανε, διαγραφόντουσαν |
Aorist |
διέγραψα |
διαγράψαμε |
διαγράφτηκα, διαγράφηκα |
διαγραφτήκαμε, διαγραφήκαμε |
διέγραψες |
διαγράψατε |
διαγράφτηκες, διαγράφηκες |
διαγραφτήκατε, διαγραφήκατε |
διέγραψε |
διέγραψαν, διαγράψαν(ε) |
διαγράφτηκε, διαγράφηκε |
διαγράφτηκαν, διαγραφτήκαν(ε), διαγράφηκαν, διαγραφήκαν(ε) |
Per fect |
έχω διαγράψει
έχω διαγραμμένο |
έχουμε διαγράψει
έχουμε διαγραμμένο |
έχω διαγραφτεί
έχω διαγραφεί
είμαι διαγραμμένος, -η |
έχουμε διαγραφτεί
έχουμε διαγραφεί
είμαστε διαγραμμένοι, -ες |
έχεις διαγράψει
έχεις διαγραμμένο |
έχετε διαγράψει
έχετε διαγραμμένο |
έχεις διαγραφτεί
έχεις διαγραφεί
είσαι διαγραμμένος, -η |
έχετε διαγραφτεί
έχετε διαγραφεί
είστε διαγραμμένοι, -ες |
έχει διαγράψει
έχει διαγραμμένο |
έχουν διαγράψει
έχουν διαγραμμένο |
έχει διαγραφτεί
έχει διαγραφεί
είναι διαγραμμένος, -η, -ο |
έχουν διαγραφτεί
έχουν διαγραφεί
είναι διαγραμμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα διαγράψει
είχα διαγραμμένο |
είχαμε διαγράψει
είχαμε διαγραμμένο |
είχα διαγραφτεί
είχα διαγραφεί
ήμουν διαγραμμένος, -η |
είχαμε διαγραφτεί
είχαμε διαγραφεί
ήμαστε διαγραμμένοι, -ες |
είχες διαγράψει
είχες διαγραμμένο |
είχατε διαγράψει
είχατε διαγραμμένο |
είχες διαγραφτεί
είχες διαγραφεί
ήσουν διαγραμμένος, -η |
είχατε διαγραφτεί
είχατε διαγραφεί
ήσαστε διαγραμμένοι, -ες |
είχε διαγράψει
είχε διαγραμμένο |
είχαν διαγράψει
είχαν διαγραμμένο |
είχε διαγραφτεί
είχε διαγραφεί
ήταν διαγραμμένος, -η, -ο |
είχαν διαγραφτεί
είχαν διαγραφεί
ήταν διαγραμμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα διαγράφω |
θα διαγράφουμε, θα διαγράφομε |
θα διαγράφομαι |
θα διαγραφόμαστε |
θα διαγράφεις |
θα διαγράφετε |
θα διαγράφεσαι |
θα διαγράφεστε, θα διαγραφόσαστε |
θα διαγράφει |
θα διαγράφουν(ε) |
θα διαγράφεται |
θα διαγράφονται |
Simp Fut |
θα διαγράψω |
θα διαγράψουμε, θα διαγράψομε |
θα διαγραφτώ, θα διαγραφώ |
θα διαγραφτούμε, θα διαγραφούμε |
θα διαγράψεις |
θα διαγράψετε |
θα διαγραφτείς, θα διαγραφείς |
θα διαγραφτείτε, θα διαγραφείτε |
θα διαγράψει |
θα διαγράψουν(ε) |
θα διαγραφτεί, θα διαγραφεί |
θα διαγραφτούν(ε), θα διαγραφούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω διαγράψει
θα έχω διαγραμμένο |
θα έχουμε διαγράψει
θα έχουμε διαγραμμένο |
θα έχω διαγραφτεί
θα έχω διαγραφεί
θα είμαι διαγραμμένος, -η |
θα έχουμε διαγραφτεί
θα έχουμε διαγραφεί
θα είμαστε διαγραμμένοι, -ες |
θα έχεις διαγράψει
θα έχεις διαγραμμένο |
θα έχετε διαγράψει
θα έχετε διαγραμμένο |
θα έχεις διαγραφτεί
θα έχεις διαγραφεί
θα είσαι διαγραμμένος, -η |
θα έχετε διαγραφτεί
θα έχετε διαγραφεί
θα είστε διαγραμμένοι, -ες |
θα έχει διαγράψει
θα έχει διαγραμμένο |
θα έχουν διαγράψει
θα έχουν διαγραμμένο |
θα έχει διαγραφτεί
θα έχει διαγραφεί
θα είναι διαγραμμένος, -η, -ο |
θα έχουν διαγραφτεί
θα έχουν διαγραφεί
θα είναι διαγραμμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διαγράφω |
να διαγράφουμε, να διαγράφομε |
να διαγράφομαι |
να διαγραφόμαστε |
να διαγράφεις |
να διαγράφετε |
να διαγράφεσαι |
να διαγράφεστε, να διαγραφόσαστε |
να διαγράφει |
να διαγράφουν(ε) |
να διαγράφεται |
να διαγράφονται |
Aorist |
να διαγράψω |
να διαγράψουμε, να διαγράψομε |
να διαγραφτώ, να διαγραφώ |
να διαγραφτούμε, να διαγραφούμε |
να διαγράψεις |
να διαγράψετε |
να διαγραφτείς, να διαγραφείς |
να διαγραφτείτε, να διαγραφείτε |
να διαγράψει |
να διαγράψουν(ε) |
να διαγραφτεί, να διαγραφεί |
να διαγραφτούν(ε), να διαγραφούν(ε) |
Perf |
να έχω διαγράψει
να έχω διαγραμμένο |
να έχουμε διαγράψει
να έχουμε διαγραμμένο |
να έχω διαγραφτεί
να έχω διαγραφεί
να είμαι διαγραμμένος, -η |
να έχουμε διαγραφτεί
να έχουμε διαγραφεί
να είμαστε διαγραμμένοι, -ες |
να έχεις διαγράψει
να έχεις διαγραμμένο |
να έχετε διαγράψει
να έχετε διαγραμμένο |
να έχεις διαγραφτεί
να έχεις διαγραφεί
να είσαι διαγραμμένος, -η |
να έχετε διαγραφτεί
να έχετε διαγραφεί
να είστε διαγραμμένοι, -ες |
να έχει διαγράψει
να έχει διαγραμμένο |
να έχουν διαγράψει
να έχουν διαγραμμένο |
να έχει διαγραφτεί
να έχει διαγραφεί
να είναι διαγραμμένος, -η, -ο |
να έχουν διαγραφτεί
να έχουν διαγραφεί
να είναι διαγραμμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
διέγραφε |
διαγράφετε |
|
διαγράφεστε |
Aorist |
διέγραψε |
διαγράψτε, διαγράφτε |
διαγράψου |
διαγραφτείτε, διαγραφείτε |
Part iciple |
Pres |
διαγράφοντας |
διαγραφόμενος |
Perf |
έχοντας διαγράψει, έχοντας διαγραμμένο |
διαγραμμένος, -η, -ο |
διαγραμμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
διαγράψει |
διαγραφτεί, διαγραφεί |