ΑΠΟΛΥΜΑΙΝΩ I decontaminate |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
απολυμαίνω |
απολυμαίνουμε, απολυμαίνομε |
απολυμαίνομαι |
απολυμαινόμαστε |
| απολυμαίνεις |
απολυμαίνετε |
απολυμαίνεσαι |
απολυμαίνεστε, απολυμαινόσαστε |
| απολυμαίνει |
απολυμαίνουν(ε) |
απολυμαίνεται |
απολυμαίνονται |
Imper fect |
απολύμαινα |
απολυμαίναμε |
απολυμαινόμουν(α) |
απολυμαινόμαστε, απολυμαινόμασταν |
| απολύμαινες |
απολυμαίνατε |
απολυμαινόσουν(α) |
απολυμαινόσαστε, απολυμαινόσασταν |
| απολύμαινε |
απολύμαιναν, απολυμαίναν(ε) |
απολυμαινόταν(ε) |
απολυμαίνονταν, απολυμαινόντανε, απολυμαινόντουσαν |
| Aorist |
απολύμανα |
απολυμάναμε |
απολυμάνθηκα |
απολυμανθήκαμε |
| απολύμανες |
απολυμάνατε |
απολυμάνθηκες |
απολυμανθήκατε |
| απολύμανε |
απολύμαναν, απολυμάναν(ε) |
απολυμάνθηκε |
απολυμάνθηκαν, απολυμανθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω απολυμάνει
έχω απολυμασμένο |
έχουμε απολυμάνει
έχουμε απολυμασμένο |
έχω απολυμανθεί
είμαι απολυμασμένος, -η |
έχουμε απολυμανθεί
είμαστε απολυμασμένοι, -ες |
έχεις απολυμάνει
έχεις απολυμασμένο |
έχετε απολυμάνει
έχετε απολυμασμένο |
έχεις απολυμανθεί
είσαι απολυμασμένος, -η |
έχετε απολυμανθεί
είστε απολυμασμένοι, -ες |
έχει απολυμάνει
έχει απολυμασμένο |
έχουν απολυμάνει
έχουν απολυμασμένο |
έχει απολυμανθεί
είναι απολυμασμένος, -η, -ο |
έχουν απολυμανθεί
είναι απολυμασμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα απολυμάνει
είχα απολυμασμένο |
είχαμε απολυμάνει
είχαμε απολυμασμένο |
είχα απολυμανθεί
ήμουν απολυμασμένος, -η |
είχαμε απολυμανθεί
ήμαστε απολυμασμένοι, -ες |
είχες απολυμάνει
είχες απολυμασμένο |
είχατε απολυμάνει
είχατε απολυμασμένο |
είχες απολυμανθεί
ήσουν απολυμασμένος, -η |
είχατε απολυμανθεί
ήσαστε απολυμασμένοι, -ες |
είχε απολυμάνει
είχε απολυμασμένο |
είχαν απολυμάνει
είχαν απολυμασμένο |
είχε απολυμανθεί
ήταν απολυμασμένος, -η, -ο |
είχαν απολυμανθεί
ήταν απολυμασμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα απολυμαίνω |
θα απολυμαίνουμε, θα απολυμαίνομε |
θα απολυμαίνομαι |
θα απολυμαινόμαστε |
| θα απολυμαίνεις |
θα απολυμαίνετε |
θα απολυμαίνεσαι |
θα απολυμαίνεστε, θα απολυμαινόσαστε |
| θα απολυμαίνει |
θα απολυμαίνουν(ε) |
θα απολυμαίνεται |
θα απολυμαίνονται |
Simp Fut |
θα απολυμάνω |
θα απολυμάνουμε, θα απολυμάνομε |
θα απολυμανθώ |
θα απολυμανθούμε |
| θα απολυμάνεις |
θα απολυμάνετε |
θα απολυμανθείς |
θα απολυμανθείτε |
| θα απολυμάνει |
θα απολυμάνουν(ε) |
θα απολυμανθεί |
θα απολυμανθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω απολυμάνει
θα έχω απολυμασμένο |
θα έχουμε απολυμάνει
θα έχουμε απολυμασμένο |
θα έχω απολυμανθεί
θα είμαι απολυμασμένος, -η |
θα έχουμε απολυμανθεί
θα είμαστε απολυμασμένοι, -ες |
θα έχεις απολυμάνει
θα έχεις απολυμασμένο |
θα έχετε απολυμάνει
θα έχετε απολυμασμένο |
θα έχεις απολυμανθεί
θα είσαι απολυμασμένος, -η |
θα έχετε απολυμανθεί
θα είστε απολυμασμένοι, -ες |
θα έχει απολυμάνει
θα έχει απολυμασμένο |
θα έχουν απολυμάνει
θα έχουν απολυμασμένο |
θα έχει απολυμανθεί
θα είναι απολυμασμένος, -η, -ο |
θα έχουν απολυμανθεί
θα είναι απολυμασμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να απολυμαίνω |
να απολυμαίνουμε, να απολυμαίνομε |
να απολυμαίνομαι |
να απολυμαινόμαστε |
| να απολυμαίνεις |
να απολυμαίνετε |
να απολυμαίνεσαι |
να απολυμαίνεστε, να απολυμαινόσαστε |
| να απολυμαίνει |
να απολυμαίνουν(ε) |
να απολυμαίνεται |
να απολυμαίνονται |
| Aorist |
να απολυμάνω |
να απολυμάνουμε, να απολυμάνομε |
να απολυμανθώ |
να απολυμανθούμε |
| να απολυμάνεις |
να απολυμάνετε |
να απολυμανθείς |
να απολυμανθείτε |
| να απολυμάνει |
να απολυμάνουν(ε) |
να απολυμανθεί |
να απολυμανθούν(ε) |
| Perf |
να έχω απολυμάνει
να έχω απολυμασμένο |
να έχουμε απολυμάνει
να έχουμε απολυμασμένο |
να έχω απολυμανθεί
να είμαι απολυμασμένος, -η |
να έχουμε απολυμανθεί
να είμαστε απολυμασμένοι, -ες |
να έχεις απολυμάνει
να έχεις απολυμασμένο |
να έχετε απολυμάνει
να έχετε απολυμασμένο |
να έχεις απολυμανθεί
να είσαι απολυμασμένος, -η |
να έχετε απολυμανθεί
να είστε απολυμασμένοι, -ες |
να έχει απολυμάνει
να έχει απολυμασμένο |
να έχουν απολυμάνει
να έχουν απολυμασμένο |
να έχει απολυμανθεί
να είναι απολυμασμένος, -η, -ο |
να έχουν απολυμανθεί
να είναι απολυμασμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
απολύμαινε |
απολυμαίνετε |
|
απολυμαίνεστε |
| Aorist |
απολύμανε |
απολυμάνετε |
|
απολυμανθείτε |
Part iciple |
Pres |
απολυμαίνοντας |
απολυμαινόμενος |
| Perf |
έχοντας απολυμάνει, έχοντας απολυμασμένο |
απολυμασμένος, -η, -ο |
απολυμασμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
απολυμάνει |
απολυμανθεί |