ΖΕΣΤΑΙΝΩ I warm |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ζεσταίνω |
ζεσταίνουμε, ζεσταίνομε |
ζεσταίνομαι |
ζεσταινόμαστε |
| ζεσταίνεις |
ζεσταίνετε |
ζεσταίνεσαι |
ζεσταίνεστε, ζεσταινόσαστε |
| ζεσταίνει |
ζεσταίνουν(ε) |
ζεσταίνεται |
ζεσταίνονται |
Imper fect |
ζέσταινα |
ζεσταίναμε |
ζεσταινόμουν(α) |
ζεσταινόμαστε, ζεσταινόμασταν |
| ζέσταινες |
ζεσταίνατε |
ζεσταινόσουν(α) |
ζεσταινόσαστε, ζεσταινόσασταν |
| ζέσταινε |
ζέσταιναν, ζεσταίναν(ε) |
ζεσταινόταν(ε) |
ζεσταίνονταν, ζεσταινόντανε, ζεσταινόντουσαν |
| Aorist |
ζέστανα |
ζεστάναμε |
ζεστάθηκα |
ζεσταθήκαμε |
| ζέστανες |
ζεστάνατε |
ζεστάθηκες |
ζεσταθήκατε |
| ζέστανε |
ζέσταναν, ζεστάναν(ε) |
ζεστάθηκε |
ζεστάθηκαν, ζεσταθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω ζεστάνει
έχω ζεσταμένο |
έχουμε ζεστάνει
έχουμε ζεσταμένο |
έχω ζεσταθεί
είμαι ζεσταμένος, -η |
έχουμε ζεσταθεί
είμαστε ζεσταμένοι, -ες |
έχεις ζεστάνει
έχεις ζεσταμένο |
έχετε ζεστάνει
έχετε ζεσταμένο |
έχεις ζεσταθεί
είσαι ζεσταμένος, -η |
έχετε ζεσταθεί
είστε ζεσταμένοι, -ες |
έχει ζεστάνει
έχει ζεσταμένο |
έχουν ζεστάνει
έχουν ζεσταμένο |
έχει ζεσταθεί
είναι ζεσταμένος, -η, -ο |
έχουν ζεσταθεί
είναι ζεσταμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα ζεστάνει
είχα ζεσταμένο |
είχαμε ζεστάνει
είχαμε ζεσταμένο |
είχα ζεσταθεί
ήμουν ζεσταμένος, -η |
είχαμε ζεσταθεί
ήμαστε ζεσταμένοι, -ες |
είχες ζεστάνει
είχες ζεσταμένο |
είχατε ζεστάνει
είχατε ζεσταμένο |
είχες ζεσταθεί
ήσουν ζεσταμένος, -η |
είχατε ζεσταθεί
ήσαστε ζεσταμένοι, -ες |
είχε ζεστάνει
είχε ζεσταμένο |
είχαν ζεστάνει
είχαν ζεσταμένο |
είχε ζεσταθεί
ήταν ζεσταμένος, -η, -ο |
είχαν ζεσταθεί
ήταν ζεσταμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα ζεσταίνω |
θα ζεσταίνουμε, θα ζεσταίνομε |
θα ζεσταίνομαι |
θα ζεσταινόμαστε |
| θα ζεσταίνεις |
θα ζεσταίνετε |
θα ζεσταίνεσαι |
θα ζεσταίνεστε, θα ζεσταινόσαστε |
| θα ζεσταίνει |
θα ζεσταίνουν(ε) |
θα ζεσταίνεται |
θα ζεσταίνονται |
Simp Fut |
θα ζεστάνω |
θα ζεστάνουμε, θα ζεστάνομε |
θα ζεσταθώ |
θα ζεσταθούμε |
| θα ζεστάνεις |
θα ζεστάνετε |
θα ζεσταθείς |
θα ζεσταθείτε |
| θα ζεστάνει |
θα ζεστάνουν(ε) |
θα ζεσταθεί |
θα ζεσταθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω ζεστάνει
θα έχω ζεσταμένο |
θα έχουμε ζεστάνει
θα έχουμε ζεσταμένο |
θα έχω ζεσταθεί
θα είμαι ζεσταμένος, -η |
θα έχουμε ζεσταθεί
θα είμαστε ζεσταμένοι, -ες |
θα έχεις ζεστάνει
θα έχεις ζεσταμένο |
θα έχετε ζεστάνει
θα έχετε ζεσταμένο |
θα έχεις ζεσταθεί
θα είσαι ζεσταμένος, -η |
θα έχετε ζεσταθεί
θα είστε ζεσταμένοι, -ες |
θα έχει ζεστάνει
θα έχει ζεσταμένο |
θα έχουν ζεστάνει
θα έχουν ζεσταμένο |
θα έχει ζεσταθεί
θα είναι ζεσταμένος, -η, -ο |
θα έχουν ζεσταθεί
θα είναι ζεσταμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ζεσταίνω |
να ζεσταίνουμε, να ζεσταίνομε |
να ζεσταίνομαι |
να ζεσταινόμαστε |
| να ζεσταίνεις |
να ζεσταίνετε |
να ζεσταίνεσαι |
να ζεσταίνεστε, να ζεσταινόσαστε |
| να ζεσταίνει |
να ζεσταίνουν(ε) |
να ζεσταίνεται |
να ζεσταίνονται |
| Aorist |
να ζεστάνω |
να ζεστάνουμε, να ζεστάνομε |
να ζεσταθώ |
να ζεσταθούμε |
| να ζεστάνεις |
να ζεστάνετε |
να ζεσταθείς |
να ζεσταθείτε |
| να ζεστάνει |
να ζεστάνουν(ε) |
να ζεσταθεί |
να ζεσταθούν(ε) |
| Perf |
να έχω ζεστάνει
να έχω ζεσταμένο |
να έχουμε ζεστάνει
να έχουμε ζεσταμένο |
να έχω ζεσταθεί
να είμαι ζεσταμένος, -η |
να έχουμε ζεσταθεί
να είμαστε ζεσταμένοι, -ες |
να έχεις ζεστάνει
να έχεις ζεσταμένο |
να έχετε ζεστάνει
να έχετε ζεσταμένο |
να έχεις ζεσταθεί
να είσαι ζεσταμένος, -η |
να έχετε ζεσταθεί
να είστε ζεσταμένοι, -ες |
να έχει ζεστάνει
να έχει ζεσταμένο |
να έχουν ζεστάνει
να έχουν ζεσταμένο |
να έχει ζεσταθεί
να είναι ζεσταμένος, -η, -ο |
να έχουν ζεσταθεί
να είναι ζεσταμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
ζέσταινε |
ζεσταίνετε |
|
ζεσταίνεστε |
| Aorist |
ζέστανε |
ζεστάνετε |
|
ζεσταθείτε |
Part iciple |
Pres |
ζεσταίνοντας |
|
|
| Perf |
έχοντας ζεστάνει, έχοντας ζεσταμένο |
ζεσταμένος, -η, -ο |
ζεσταμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
ζεστάνει |
ζεσταθεί |