ΑΝΑΛΑΜ... I undertake |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αναλαμβάνω | αναλαμβάνουμε, αναλαμβάνομε | αναλαμβάνομαι | αναλαμβανόμαστε |
αναλαμβάνεις | αναλαμβάνετε | αναλαμβάνεσαι | αναλαμβάνεστε, αναλαμβανόσαστε | ||
αναλαμβάνει | αναλαμβάνουν(ε) | αναλαμβάνεται | αναλαμβάνονται | ||
Imper fect |
αναλάμβανα | αναλαμβάναμε | αναλαμβανόμουν(α) | αναλαμβανόμαστε | |
αναλάμβανες | αναλαμβάνατε | αναλαμβανόσουν(α) | αναλαμβανόσαστε | ||
αναλάμβανε | αναλάμβαναν, αναλαμβάναν(ε) | αναλαμβανόταν(ε) | αναλαμβάνονταν | ||
Aorist | ανέλαβα, ανάλαβα | αναλάβαμε | αναλήφθηκα | αναληφθήκαμε | |
ανέλαβες, ανάλαβες | αναλάβατε | αναλήφθηκες | αναληφθήανε | ||
ανέλαβε, ανάλαβε | ανέλαβαν,ανάλαβαν, αναλάβαν(ε) | αναλήφθηκε, ανελήφθη | αναλήφθηκαν, ανελήφθησαν | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα αναλαμβάνω | θα αναλαμβάνουμε, |
θα αναλαμβάνομαι | θα αναλαμβανόμαστε | |
θα αναλαμβάνεις | θα αναλαμβάνετε | θα αναλαμβάνεσαι | θα αναλαμβάνεστε, |
||
θα αναλαμβάνει | θα αναλαμβάνουν(ε) | θα αναλαμβάνεται | θα αναλαμβάνονται | ||
Simp Fut |
θα αναλάβω | θα αναλάβουμε, |
θα αναληφθώ | θα αναληφθούμε | |
θα αναλάβεις | θα αναλάβετε | θα αναληφθείς | θα αναληφθείτε | ||
θα αναλάβει | θα αναλάβουν(ε) | θα αναληφθεί | θα αναληφθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αναλαμβάνω | να αναλαμβάνουμε, |
να αναλαμβάνομαι | να αναλαμβανόμαστε |
να αναλαμβάνεις | να αναλαμβάνετε | να αναλαμβάνεσαι | να αναλαμβάνεστε, |
||
να αναλαμβάνει | να αναλαμβάνουν(ε) | να αναλαμβάνεται | να αναλαμβάνονται | ||
Aorist | να αναλάβω | να αναλάβουμε, |
να αναληφθώ | να αναληφθούμε | |
να αναλάβεις | να αναλάβετε | να αναληφθείς | να αναληφθείτε | ||
να αναλάβει | να αναλάβουν(ε) | να αναληφθεί | να αναληφθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | αναλάμβανε | αναλαμβάνετε | αναλαμβάνεστε | |
Aorist | ανάλαβε | αναλάβετε | αναληφθείτε | ||
Part iciple |
Pres | αναλαμβάνοντας | αναλαμβανόμενος | ||
Perf | έχοντας αναλάβει | ανειλημμένος, -η, -ο | ανειλημμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναλάβει | αναληφθεί |