[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΤΥΠΩΝΩ
I print
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
τυπώνω τυπώνουμε, τυπώνομε τυπώνομαι τυπωνόμαστε
τυπώνεις τυπώνετε τυπώνεσαι τυπώνεστε, τυπωνόσαστε
τυπώνει τυπώνουν(ε) τυπώνεται τυπώνονται
Imper
fect
τύπωνα τυπώναμε τυπωνόμουν(α) τυπωνόμαστε, τυπωνόμασταν
τύπωνες τυπώνατε τυπωνόσουν(α) τυπωνόσαστε, τυπωνόσασταν
τύπωνε τύπωναν, τυπώναν(ε) τυπωνόταν(ε) τυπώνονταν, τυπωνόντανε, τυπωνόντουσαν
Aorist τύπωσα τυπώσαμε τυπώθηκα τυπωθήκαμε
τύπωσες τυπώσατε τυπώθηκες τυπωθήκατε
τύπωσε τύπωσαν, τυπώσαν(ε) τυπώθηκε τυπώθηκαν, τυπωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω τυπώσει
έχω τυπωμένο
έχουμε τυπώσει
έχουμε τυπωμένο
έχω τυπωθεί
είμαι τυπωμένος, -η
έχουμε τυπωθεί
είμαστε τυπωμένοι, -ες
έχεις τυπώσει
έχεις τυπωμένο
έχετε τυπώσει
έχετε τυπωμένο
έχεις τυπωθεί
είσαι τυπωμένος, -η
έχετε τυπωθεί
είστε τυπωμένοι, -ες
έχει τυπώσει
έχει τυπωμένο
έχουν τυπώσει
έχουν τυπωμένο
έχει τυπωθεί
είναι τυπωμένος, -η, -ο
έχουν τυπωθεί
είναι τυπωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα τυπώσει
είχα τυπωμένο
είχαμε τυπώσει
είχαμε τυπωμένο
είχα τυπωθεί
ήμουν τυπωμένος, -η
είχαμε τυπωθεί
ήμαστε τυπωμένοι, -ες
είχες τυπώσει
είχες τυπωμένο
είχατε τυπώσει
είχατε τυπωμένο
είχες τυπωθεί
ήσουν τυπωμένος, -η
είχατε τυπωθεί
ήσαστε τυπωμένοι, -ες
είχε τυπώσει
είχε τυπωμένο
είχαν τυπώσει
είχαν τυπωμένο
είχε τυπωθεί
ήταν τυπωμένος, -η, -ο
είχαν τυπωθεί
ήταν τυπωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα τυπώνω θα τυπώνουμε, θα τυπώνομε θα τυπώνομαι θα τυπωνόμαστε
θα τυπώνεις θα τυπώνετε θα τυπώνεσαι θα τυπώνεστε, θα τυπωνόσαστε
θα τυπώνει θα τυπώνουν(ε) θα τυπώνεται θα τυπώνονται
Simp
Fut
θα τυπώσω θα τυπώσουμε, θα τυπώσομε θα τυπωθώ θα τυπωθούμε
θα τυπώσεις θα τυπώσετε θα τυπωθείς θα τυπωθείτε
θα τυπώσει θα τυπώσουν θα τυπωθεί θα τυπωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω τυπώσει
θα έχω τυπωμένο
θα έχουμε τυπώσει
θα έχουμε τυπωμένο
θα έχω τυπωθεί
θα είμαι τυπωμένος, -η
θα έχουμε τυπωθεί
θα είμαστε τυπωμένοι, -ες
θα έχεις τυπώσει
θα έχεις τυπωμένο
θα έχετε τυπώσει
θα έχετε τυπωμένο
θα έχεις τυπωθεί
θα είσαι τυπωμένος, -η
θα έχετε τυπωθεί
θα είστε τυπωμένοι, -ες
θα έχει τυπώσει
θα έχει τυπωμένο
θα έχουν τυπώσει
θα έχουν τυπωμένο
θα έχει τυπωθεί
θα είναι τυπωμένος, -η, -ο
θα έχουν τυπωθεί
θα είναι τυπωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να τυπώνω να τυπώνουμε, να τυπώνομε να τυπώνομαι να τυπωνόμαστε
να τυπώνεις να τυπώνετε να τυπώνεσαι να τυπώνεστε, να τυπωνόσαστε
να τυπώνει να τυπώνουν(ε) να τυπώνεται να τυπώνονται
Aorist να τυπώσω να τυπώσουμε, να τυπώσομε να τυπωθώ να τυπωθούμε
να τυπώσεις να τυπώσετε να τυπωθείς να τυπωθείτε
να τυπώσει να τυπώσουν(ε) να τυπωθεί να τυπωθούν(ε)
Perf να έχω τυπώσει
να έχω τυπωμένο
να έχουμε τυπώσει
να έχουμε τυπωμένο
να έχω τυπωθεί
να είμαι τυπωμένος, -η
να έχουμε τυπωθεί
να είμαστε τυπωμένοι, -ες
να έχεις τυπώσει
να έχεις τυπωμένο
να έχετε τυπώσει
να έχετε τυπωμένο
να έχεις τυπωθεί
να είσαι τυπωμένος, -η
να έχετε τυπωθεί
να είστε τυπωμένοι, -ες
να έχει τυπώσει
να έχει τυπωμένο
να έχουν τυπώσει
να έχουν τυπωμένο
να έχει τυπωθεί
να είναι τυπωμένος, -η, -ο
να έχουν τυπωθεί
να είναι τυπωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres τύπωνε τυπώνετε τυπώνεστε
Aorist τύπωσε τυπώστε, τυπώσετε τυπώσου τυπωθείτε
Part
iciple
Pres τυπώνοντας
Perf έχοντας τυπώσει, έχοντας τυπωμένο τυπωμένος, -η, -ο τυπωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist τυπώσει τυπωθεί