[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΘΑΥΜΑΖΩ
I admire
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
θαυμάζω θαυμάζουμε, θαυμάζομε θαυμάζομαι θαυμαζόμαστε
θαυμάζεις θαυμάζετε θαυμάζεσαι θαυμάζεστε, θαυμαζόσαστε
θαυμάζει θαυμάζουν(ε) θαυμάζεται θαυμάζονται
Imper
fect
θαύμαζα θαυμάζαμε θαυμαζόμουν(α) θαυμαζόμαστε, θαυμαζόμασταν
θαύμαζες θαυμάζατε θαυμαζόσουν(α) θαυμαζόσαστε, θαυμαζόσασταν
θαύμαζε θαύμαζαν, θαυμάζαν(ε) θαυμαζόταν(ε) θαυμάζονταν, θαυμαζόντανε, θαυμαζόντουσαν
Aorist θαύμασα θαυμάσαμε θαυμάστηκα θαυμαστήκαμε
θαύμασες θαυμάσατε θαυμάστηκες θαυμαστήκατε
θαύμασε θαύμασαν, θαυμάσαν(ε) θαυμάστηκε θαυμάστηκαν, θαυμαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω θαυμάσει έχουμε θαυμάσει έχω θαυμαστεί έχουμε θαυμαστεί
έχεις θαυμάσει έχετε θαυμάσει έχεις θαυμαστεί έχετε θαυμαστεί
έχει θαυμάσει έχουν θαυμάσει έχει θαυμαστεί έχουν θαυμαστεί
Plu
per
fect
είχα θαυμάσει είχαμε θαυμάσει είχα θαυμαστεί είχαμε θαυμαστεί
είχες θαυμάσει είχατε θαυμάσει είχες θαυμαστεί είχατε θαυμαστεί
είχε θαυμάσει είχαν θαυμάσει είχε θαυμαστεί είχαν θαυμαστεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα θαυμάζω θα θαυμάζουμε, θα θαυμάζομε θα θαυμάζομαι θα θαυμαζόμαστε
θα θαυμάζεις θα θαυμάζετε θα θαυμάζεσαι θα θαυμάζεστε, θα θαυμαζόσαστε
θα θαυμάζει θα θαυμάζουν(ε) θα θαυμάζεται θα θαυμάζονται
Simp
Fut
θα θαυμάσω θα θαυμάσουμε, θα θαυμάζομε θα θαυμαστώ θα θαυμαστούμε
θα θαυμάσεις θα θαυμάσετε θα θαυμαστείς θα θαυμαστείτε
θα θαυμάσει θα θαυμάσουν(ε) θα θαυμαστεί θα θαυμαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω θαυμάσει θα έχουμε θαυμάσει θα έχω θαυμαστεί θα έχουμε θαυμαστεί
θα έχεις θαυμάσει θα έχετε θαυμάσει θα έχεις θαυμαστεί θα έχετε θαυμαστεί
θα έχει θαυμάσει θα έχουν θαυμάσει θα έχει θαυμαστεί θα έχουν θαυμαστεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να θαυμάζω να θαυμάζουμε, να θαυμάζομε να θαυμάζομαι να θαυμαζόμαστε
να θαυμάζεις να θαυμάζετε να θαυμάζεσαι να θαυμάζεστε, να θαυμαζόσαστε
να θαυμάζει να θαυμάζουν(ε) να θαυμάζεται να θαυμάζονται
Aorist να θαυμάσω να θαυμάσουμε, να θαυμάσομε να θαυμαστώ να θαυμαστούμε
να θαυμάσεις να θαυμάσετε να θαυμαστείς να θαυμαστείτε
να θαυμάσει να θαυμάσουν(ε) να θαυμαστεί να θαυμαστούν(ε)
Perf να έχω θαυμάσει να έχουμε θαυμάσει να έχω θαυμαστεί να έχουμε θαυμαστεί
να έχεις θαυμάσει να έχετε θαυμάσει να έχεις θαυμαστεί να έχετε θαυμαστεί
να έχει θαυμάσει να έχουν θαυμάσει να έχει θαυμαστεί να έχουν θαυμαστεί
Imper
ative
Pres θαύμαζε θαυμάζετε θαυμάζεστε
Aorist θαύμασε θαυμάστε θαυμάσου θαυμαστείτε
Part
iciple
Pres θαυμάζοντας θαυμαζόμενος
Perf έχοντας θαυμάσει
Infin Aorist θαυμάσει θαυμαστεί