ΣΥΜΠΕΡΑΙΝΩ I conclude |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
συμπεραίνω | συμπεραίνουμε, συμπεραίνομε |
συμπεραίνεις | συμπεραίνετε | ||
συμπεραίνει | συμπεραίνουν(ε) | ||
Imper fect |
συμπέραινα | συμπεραίναμε | |
συμπέραινες | συμπεραίνατε | ||
συμπέραινε | συμπέραιναν, συμπεραίναν(ε) | ||
Aorist | συμπέρανα | συμπεράναμε | |
συμπέρανες | συμπεράνατε | ||
συμπέρανε | συμπέραναν, συμπεράναν(ε) | ||
Per fect |
έχω συμπεράνει | έχουμε συμπεράνει | |
έχεις συμπεράνει | έχετε συμπεράνει | ||
έχει συμπεράνει | έχουν συμπεράνει | ||
Plu per fect |
είχα συμπεράνει | είχαμε συμπεράνει | |
είχες συμπεράνει | είχατε συμπεράνει | ||
είχε συμπεράνει | είχαν συμπεράνει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα συμπεραίνω | θα συμπεραίνουμε, θα συμπεραίνομε | |
θα συμπεραίνεις | θα συμπεραίνετε | ||
θα συμπεραίνει | θα συμπεραίνουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα συμπεράνω | θα συμπεράνουμε, θα συμπεράνομε | |
θα συμπεράνεις | θα συμπεράνετε | ||
θα συμπεράνει | θα συμπεράνουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω συμπεράνει | θα έχουμε συμπεράνει | |
θα έχεις συμπεράνει | θα έχετε συμπεράνει | ||
θα έχει συμπεράνει | θα έχουν συμπεράνει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να συμπεραίνω | να συμπεραίνουμε, να συμπεραίνομε |
να συμπεραίνεις | να συμπεραίνετε | ||
να συμπεραίνει | να συμπεραίνουν(ε) | ||
Aorist | να συμπεράνω | να συμπεράνουμε, να συμπεράνομε | |
να συμπεράνεις | να συμπεράνετε | ||
να συμπεράνει | να συμπεράνουν(ε) | ||
Perf | να έχω συμπεράνει | να έχουμε συμπεράνει | |
να έχεις συμπεράνει | να έχετε συμπεράνει | ||
να έχει συμπεράνει | να έχουν συμπεράνει | ||
Imper ative |
Pres | συμπέραινε | συμπεραίνετε |
Aorist | συμπέρανε | συμπεράνετε | |
Part iciple |
Pres | συμπεραίνοντας | |
Perf | έχοντας συμπεράνει | ||
Infin | Aorist | συμπεράνει |