ΣΤΥΒΩ I squeeze |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
στύβω |
στύβουμε, στύβομε |
στύβομαι |
στυβόμαστε |
| στύβεις |
στύβετε |
στύβεσαι |
στύβεστε, στυβόσαστε |
| στύβει |
στύβουν(ε) |
στύβεται |
στύβονται |
Imper fect |
έστυβα |
στύβαμε |
στυβόμουν(α) |
στυβόμαστε, στυβόμασταν |
| έστυβες |
στύβατε |
στυβόσουν(α) |
στυβόσαστε, στυβόσασταν |
| έστυβε |
έστυβαν, στύβαν(ε) |
στυβόταν(ε) |
στύβονταν, στυβόντανε, στυβόντουσαν |
| Aorist |
έστυψα |
στύψαμε |
στύφτηκα |
στυφτήκαμε |
| έστυψες |
στύψατε |
στύφτηκες |
στυφτήκατε |
| έστυψε |
έστυψαν, στύψαν(ε) |
στύφτηκε |
στύφτηκαν, στυφτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω στύψει
έχω στυμμένο |
έχουμε στύψει
έχουμε στυμμένο |
έχω στυφτεί
είμαι στυμμένος, -η |
έχουμε στυφτεί
είμαστε στυμμένοι, -ες |
έχεις στύψει
έχεις στυμμένο |
έχετε στύψει
έχετε στυμμένο |
έχεις στυφτεί
είσαι στυμμένος, -η |
έχετε στυφτεί
είστε στυμμένοι, -ες |
έχει στύψει
έχει στυμμένο |
έχουν στύψει
έχουν στυμμένο |
έχει στυφτεί
είναι στυμμένος, -η, -ο |
έχουν στυφτεί
είναι στυμμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα στύψει
είχα στυμμένο |
είχαμε στύψει
είχαμε στυμμένο |
είχα στυφτεί
ήμουν στυμμένος, -η |
είχαμε στυφτεί
ήμαστε στυμμένοι, -ες |
είχες στύψει
είχες στυμμένο |
είχατε στύψει
είχατε στυμμένο |
είχες στυφτεί
ήσουν στυμμένος, -η |
είχατε στυφτεί
ήσαστε στυμμένοι, -ες |
είχε στύψει
είχε στυμμένο |
είχαν στύψει
είχαν στυμμένο |
είχε στυφτεί
ήταν στυμμένος, -η, -ο |
είχαν στυφτεί
ήταν στυμμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα στύβω |
θα στύβουμε, θα στύβομε |
θα στύβομαι |
θα στυβόμαστε |
| θα στύβεις |
θα στύβετε |
θα στύβεσαι |
θα στύβεστε, θα στυβόσαστε |
| θα στύβει |
θα στύβουν(ε) |
θα στύβεται |
θα στύβονται |
Simp Fut |
θα στύψω |
θα στύψουμε, θα στύψομε |
θα στυφτώ |
θα στυφτούμε |
| θα στύψεις |
θα στύψετε |
θα στυφτείς |
θα στυφτείτε |
| θα στύψει |
θα στύψουν(ε) |
θα στυφτεί |
θα στυφτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω στύψει
θα έχω στυμμένο |
θα έχουμε στύψει
θα έχουμε στυμμένο |
θα έχω στυφτεί
θα είμαι στυμμένος, -η |
θα έχουμε στυφτεί
θα είμαστε στυμμένοι, -ες |
θα έχεις στύψει
θα έχεις στυμμένο |
θα έχετε στύψει
θα έχετε στυμμένο |
θα έχεις στυφτεί
θα είσαι στυμμένος, -η |
θα έχετε στυφτεί
θα είστε στυμμένοι, -ες |
θα έχει στύψει
θα έχει στυμμένο |
θα έχουν στύψει
θα έχουν στυμμένο |
θα έχει στυφτεί
θα είναι στυμμένος, -η, -ο |
θα έχουν στυφτεί
θα είναι στυμμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να στύβω |
να στύβουμε, να στύβομε |
να στύβομαι |
να στυβόμαστε |
| να στύβεις |
να στύβετε |
να στύβεσαι |
να στύβεστε, να στυβόσαστε |
| να στύβει |
να στύβουν(ε) |
να στύβεται |
να στύβονται |
| Aorist |
να στύψω |
να στύψουμε, να στύψομε |
να στυφτώ |
να στυφτούμε |
| να στύψεις |
να στύψετε |
να στυφτείς |
να στυφτείτε |
| να στύψει |
να στύψουν(ε) |
να στυφτεί |
να στυφτούν(ε) |
| Perf |
να έχω στύψει
να έχω στυμμένο |
να έχουμε στύψει
να έχουμε στυμμένο |
να έχω στυφτεί
να είμαι στυμμένος, -η |
να έχουμε στυφτεί
να είμαστε στυμμένοι, -ες |
να έχεις στύψει
να έχεις στυμμένο |
να έχετε στύψει
να έχετε στυμμένο |
να έχεις στυφτεί
να είσαι στυμμένος, -η |
να έχετε στυφτεί
να είστε στυμμένοι, -ες |
να έχει στύψει
να έχει στυμμένο |
να έχουν στύψει
να έχουν στυμμένο |
να έχει στυφτεί
να είναι στυμμένος, -η, -ο |
να έχουν στυφτεί
να είναι στυμμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
στύβε |
στύβετε |
|
στύβεστε |
| Aorist |
στύψε |
στύψτε, στύφτε |
στύψου |
στυφτείτε |
Part iciple |
Pres |
στύβοντας |
|
| Perf |
έχοντας στύψει, έχοντας στυμμένο |
στυμμένος, -η, -ο |
στυμμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
στύψει |
στυφτεί |