[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΣΠΑΤΑΛΩ
I waste
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
σπαταλάω, σπαταλώ σπαταλάμε, σπαταλούμε σπαταλιέμαι σπαταλιόμαστε
σπαταλάς σπαταλάτε σπαταλιέσαι σπαταλιέστε, σπαταλιόσαστε
σπαταλάει, σπαταλά σπαταλάν(ε), σπαταλούν(ε) σπαταλιέται σπαταλιούνται, σπαταλιόνται
Imper
fect
σπαταλούσα, σπατάλαγα σπαταλούσαμε, σπαταλάγαμε σπαταλιόμουν(α) σπαταλιόμαστε, σπαταλιόμασταν
σπαταλούσες, σπατάλαγες σπαταλούσατε, σπαταλάγατε σπαταλιόσουν(α) σπαταλιόσαστε, σπαταλιόσασταν
σπαταλούσε, σπατάλαγε σπαταλούσαν(ε), σπατάλαγαν, σπαταλάγανε σπαταλιόταν(ε) σπαταλιόνταν(ε), σπαταλιούνταν, σπαταλιόντουσαν
Aorist σπατάλησα σπαταλήσαμε σπαταλήθηκα σπαταληθήκαμε
σπατάλησες σπαταλήσατε σπαταλήθηκες σπαταληθήκατε
σπατάλησε σπατάλησαν, σπαταλήσαν(ε) σπαταλήθηκε σπαταλήθηκαν, σπαταληθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω σπαταλήσει
έχω σπαταλημένο
έχουμε σπαταλήσει
έχουμε σπαταλημένο
έχω σπαταληθεί
είμαι σπαταλημένος, -η
έχουμε σπαταληθεί
είμαστε σπαταλημένοι, -ες
έχεις σπαταλήσει
έχεις σπαταλημένο
έχετε σπαταλήσει
έχετε σπαταλημένο
έχεις σπαταληθεί
είσαι σπαταλημένος, -η
έχετε σπαταληθεί
είστε σπαταλημένοι, -ες
έχει σπαταλήσει
έχει σπαταλημένο
έχουν σπαταλήσει
έχουν σπαταλημένο
έχει σπαταληθεί
είναι σπαταλημένος, -η, -ο
έχουν σπαταληθεί
είναι σπαταλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα σπαταλήσει
είχα σπαταλημένο
είχαμε σπαταλήσει
είχαμε σπαταλημένο
είχα σπαταληθεί
ήμουν σπαταλημένος, -η
είχαμε σπαταληθεί
ήμαστε σπαταλημένοι, -ες
είχες σπαταλήσει
είχες σπαταλημένο
είχατε σπαταλήσει
είχατε σπαταλημένο
είχες σπαταληθεί
ήσουν σπαταλημένος, -η
είχατε σπαταληθεί
ήσαστε σπαταλημένοι, -ες
είχε σπαταλήσει
είχε σπαταλημένο
είχαν σπαταλήσει
είχαν σπαταλημένο
είχε σπαταληθεί
ήταν σπαταλημένος, -η, -ο
είχαν σπαταληθεί
ήταν σπαταλημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα σπαταλάω, θα σπαταλώ θα σπαταλάμε, θα σπαταλούμε θα σπαταλιέμαι θα σπαταλιόμαστε
θα σπαταλάς θα σπαταλάτε θα σπαταλιέσαι θα σπαταλιέστε, θα σπαταλιόσαστε
θα σπαταλάει, θα σπαταλά θα σπαταλάν(ε), θα σπαταλούν(ε) θα σπαταλιέται θα σπαταλιούνται, θα σπαταλιόνται
Simp
Fut
θα σπαταλήσω θα σπαταλήσουμε, θα σπαταλήσομε θα σπαταληθώ θα σπαταληθούμε
θα σπαταλήσεις θα σπαταλήσετε θα σπαταληθείς θα σπαταληθείτε
θα σπαταλήσει θα σπαταλήσουν(ε) θα σπαταληθεί θα σπαταληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω σπαταλήσει
θα έχω σπαταλημένο
θα έχουμε σπαταλήσει
θα έχουμε σπαταλημένο
θα έχω σπαταληθεί
θα είμαι σπαταλημένος, -η
θα έχουμε σπαταληθεί
θα είμαστε σπαταλημένοι, -ες
θα έχεις σπαταλήσει
θα έχεις σπαταλημένο
θα έχετε σπαταλήσει
θα έχετε σπαταλημένο
θα έχεις σπαταληθεί
θα είσαι σπαταλημένος, -η
θα έχετε σπαταληθεί
θα είστε σπαταλημένοι, -ες
θα έχει σπαταλήσει
θα έχει σπαταλημένο
θα έχουν σπαταλήσει
θα έχουν σπαταλημένο
θα έχει σπαταληθεί
θα είναι σπαταλημένος, -η, -ο
θα έχουν σπαταληθεί
θα είναι σπαταλημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να σπαταλάω, να σπαταλώ να σπαταλάμε, να σπαταλούμε να σπαταλιέμαι να σπαταλιόμαστε
να σπαταλάς να σπαταλάτε να σπαταλιέσαι να σπαταλιέστε, να σπαταλιόσαστε
να σπαταλάει, να σπαταλά να σπαταλάν(ε), να σπαταλούν(ε) να σπαταλιέται να σπαταλιούνται, να σπαταλιόνται
Aorist να σπαταλήσω να σπαταλήσουμε, να σπαταλήσομε να σπαταληθώ να σπαταληθούμε
να σπαταλήσεις να σπαταλήσετε να σπαταληθείς να σπαταληθείτε
να σπαταλήσει να σπαταλήσουν(ε) να σπαταληθεί να σπαταληθούν(ε)
Perf να έχω σπαταλήσει
να έχω σπαταλημένο
να έχουμε σπαταλήσει
να έχουμε σπαταλημένο
να έχω σπαταληθεί
να είμαι σπαταλημένος, -η
να έχουμε σπαταληθεί
να είμαστε σπαταλημένοι, -ες
να έχεις σπαταλήσει
να έχεις σπαταλημένο
να έχετε σπαταλήσει
να έχετε σπαταλημένο
να έχεις σπαταληθεί
να είσαι σπαταλημένος, -η
να έχετε σπαταληθεί
να είστε σπαταλημένοι, -η
να έχει σπαταλήσει
να έχει σπαταλημένο
να έχουν σπαταλήσει
να έχουν σπαταλημένο
να έχει σπαταληθεί
να είναι σπαταλημένος, -η, -ο
να έχουν σπαταληθεί
να είναι σπαταλημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres σπατάλα, σπατάλαγε σπαταλάτε σπαταλιέστε
Aorist σπατάλησε, σπατάλα σπαταλήστε σπαταλήσου σπαταληθείτε
Part
iciple
Pres σπαταλώντας
Perf έχοντας σπαταλήσει, έχοντας σπαταλημένο σπαταλημένος, -η, -ο σπαταλημένοι, -ες, -α
Infin Aorist σπαταλήσει σπαταληθεί