ΟΝΟΜΑΖΩ I name |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ονομάζω | ονομάζουμε, ονομάζομε | ονομάζομαι | ονομαζόμαστε |
ονομάζεις | ονομάζετε | ονομάζεσαι | ονομάζεστε, ονομαζόσαστε | ||
ονομάζει | ονομάζουν(ε) | ονομάζεται | ονομάζονται | ||
Imper fect |
ονόμαζα | ονομάζαμε | ονομαζόμουν(α) | ονομαζόμαστε, ονομαζόμασταν | |
ονόμαζες | ονομάζατε | ονομαζόσουν(α) | ονομαζόσαστε, ονομαζόσασταν | ||
ονόμαζε | ονόμαζαν, ονομάζαν(ε) | ονομαζόταν(ε) | ονομάζονταν, ονομαζόντανε, ονομαζόντουσαν | ||
Aorist | ονόμασα | ονομάσαμε | ονομάστηκα | ονομαστήκαμε | |
ονόμασες | ονομάσατε | ονομάστηκες | ονομαστήκατε | ||
ονόμασε | ονόμασαν, ονομάσαν(ε) | ονομάστηκε | ονομάστηκαν, ονομαστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω ονομάσει |
έχουμε ονομάσει |
έχω ονομαστεί |
έχουμε ονομαστεί |
|
έχεις ονομάσει |
έχετε ονομάσει |
έχεις ονομαστεί |
έχετε ονομαστεί |
||
έχει ονομάσει |
έχουν ονομάσει |
έχει ονομαστεί |
έχουν ονομαστεί |
||
Plu per fect |
είχα ονομάσει είχα ονομασμένο |
είχαμε ονομάσει είχαμε ονομσμένο |
είχα ονομαστεί ήμουν ονομασμένος, -η |
είχαμε ονομαστεί ήμαστε ονομασμένοι, -ες |
|
είχες ονομάσει είχες ονομασμένο |
είχατε ονομάσει είχατε ονομασμένο |
είχες ονομαστεί ήσουν ονομασμένος, -η |
είχατε ονομαστεί ήσαστε ονομασμένοι, -ες |
||
είχε ονομάσει είχε ονομασμένο |
είχαν ονομάσει είχαν ονομασμένο |
είχε ονομαστεί ήταν ονομασμένος, -η, -ο |
είχαν ονομαστεί ήταν ονομασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα ονομάζω | θα ονομάζουμε, |
θα ονομάζομαι | θα ονομαζόμαστε | |
θα ονομάζεις | θα ονομάζετε | θα ονομάζεσαι | θα ονομάζεστε, |
||
θα ονομάζει | θα ονομάζουν(ε) | θα ονομάζεται | θα ονομάζονται | ||
Simp Fut |
θα ονομάσω | θα ονομάσουμε, |
θα ονομαστώ | θα ονομαστούμε | |
θα ονομάσεις | θα ονομάσετε | θα ονομαστείς | θα ονομαστείτε | ||
θα ονομάσει | θα ονομάσουν(ε) | θα ονομαστεί | θα ονομαστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω ονομάσει θα έχω ονομασμένο |
θα έχουμε ονομάσει θα έχουμε ονομασμένο |
θα έχω ονομαστεί θα είμαι ονομασμένος, -η |
θα έχουμε ονομαστεί |
|
θα έχεις ονομάσει θα έχεις ονομασμένο |
θα έχετε ονομάσει θα έχετε ονομασμένο |
θα έχεις ονομαστεί θα είσαι ονομασμένος, -η |
θα έχετε ονομαστεί θα είστε ονομασμένοι, -ες |
||
θα έχει ονομάσει θα έχει ονομασμένο |
θα έχουν ονομάσει θα έχουν ονομασμένο |
θα έχει ονομαστεί θα είναι ονομασμένος, -η, -ο |
θα έχουν ονομαστεί θα είναι ονομασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ονομάζω | να ονομάζουμε, |
να ονομάζομαι | να ονομαζόμαστε |
να ονομάζεις | να ονομάζετε | να ονομάζεσαι | να ονομάζεστε, |
||
να ονομάζει | να ονομάζουν(ε) | να ονομάζεται | να ονομάζονται | ||
Aorist | να ονομάσω | να ονομάσουμε, |
να ονομαστώ | να ονομαστούμε | |
να ονομάσεις | να ονομάσετε | να ονομαστείς | να ονομαστείτε | ||
να ονομάσει | να ονομάσουν(ε) | να ονομαστεί | να ονομαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ονομάσει να έχω ονομασμένο |
να έχουμε ονομάσει |
να έχω ονομαστεί |
να έχουμε ονομαστεί |
|
να έχεις ονομάσει |
να έχετε ονομάσει να έχετε ονομασμένο |
να έχεις ονομαστεί να είσαι ονομασμένος, -η |
να έχετε ονομαστεί να είστε ονομασμένοι, -ες |
||
να έχει ονομάσει να έχει ονομασμένο |
να έχουν ονομάσει να έχουν ονομασμένο |
να έχει ονομαστεί |
να έχουν ονομαστεί |
||
Imper ative |
Pres | ονόμαζε | ονομάζετε | ονομάζεστε | |
Aorist | ονόμασε | ονομάστε | ονομάσου | ονομαστείτε | |
Part iciple |
Pres | ονομάζοντας | ονομαζόμενος | ||
Perf | έχοντας ονομάσει, |
ονομασμένος, -η, -ο | ονομασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ονομάσει | ονομαστεί |