[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΩ
I complete
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ολοκληρώνω ολοκληρώνουμε, ολοκληρώνομε ολοκληρώνομαι ολοκληρωνόμαστε
ολοκληρώνεις ολοκληρώνετε ολοκληρώνεσαι ολοκληρώνεστε, ολοκληρωνόσαστε
ολοκληρώνει ολοκληρώνουν(ε) ολοκληρώνεται ολοκληρώνονται
Imper
fect
ολοκλήρωνα ολοκληρώναμε ολοκληρωνόμουν(α) ολοκληρωνόμαστε, ολοκληρωνόμασταν
ολοκλήρωνες ολοκληρώνατε ολοκληρωνόσουν(α) ολοκληρωνόσαστε, ολοκληρωνόσασταν
ολοκλήρωνε ολοκλήρωναν, ολοκληρώναν(ε) ολοκληρωνόταν(ε) ολοκληρώνονταν, ολοκληρωνόντανε, ολοκληρωνόντουσαν
Aorist ολοκλήρωσα ολοκληρώσαμε ολοκληρώθηκα ολοκληρωθήκαμε
ολοκλήρωσες ολοκληρώσατε ολοκληρώθηκες ολοκληρωθήκατε
ολοκλήρωσε ολοκλήρωσαν, ολοκληρώσαν(ε) ολοκληρώθηκε ολοκληρώθηκαν, ολοκληρωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω ολοκληρώσει
έχω ολοκληρωμένο
έχουμε ολοκληρώσει
έχουμε ολοκληρωμένο
έχω ολοκληρωθεί
είμαι ολοκληρωμένος, -η
έχουμε ολοκληρωθεί
είμαστε ολοκληρωμένοι, -ες
έχεις ολοκληρώσει
έχεις ολοκληρωμένο
έχετε ολοκληρώσει
έχετε ολοκληρωμένο
έχεις ολοκληρωθεί
είσαι ολοκληρωμένος, -η
έχετε ολοκληρωθεί
είστε ολοκληρωμένοι, -ες
έχει ολοκληρώσει
έχει ολοκληρωμένο
έχουν ολοκληρώσει
έχουν ολοκληρωμένο
έχει ολοκληρωθεί
είναι ολοκληρωμένος, -η, -ο
έχουν ολοκληρωθεί
είναι ολοκληρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ολοκληρώσει
είχα ολοκληρωμένο
είχαμε ολοκληρώσει
είχαμε ολοκληρωμένο
είχα ολοκληρωθεί
ήμουν ολοκληρωμένος, -η
είχαμε ολοκληρωθεί
ήμαστε ολοκληρωμένοι, -ες
είχες ολοκληρώσει
είχες ολοκληρωμένο
είχατε ολοκληρώσει
είχατε ολοκληρωμένο
είχες ολοκληρωθεί
ήσουν ολοκληρωμένος, -η
είχατε ολοκληρωθεί
ήσαστε ολοκληρωμένοι, -ες
είχε ολοκληρώσει
είχε ολοκληρωμένο
είχαν ολοκληρώσει
είχαν ολοκληρωμένο
είχε ολοκληρωθεί
ήταν ολοκληρωμένος, -η, -ο
είχαν ολοκληρωθεί
ήταν ολοκληρωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ολοκληρώνω θα ολοκληρώνουμε, θα ολοκληρώνομε θα ολοκληρώνομαι θα ολοκληρωνόμαστε
θα ολοκληρώνεις θα ολοκληρώνετε θα ολοκληρώνεσαι θα ολοκληρώνεστε, θα ολοκληρωνόσαστε
θα ολοκληρώνει θα ολοκληρώνουν(ε) θα ολοκληρώνεται θα ολοκληρώνονται
Simp
Fut
θα ολοκληρώσω θα ολοκληρώσουμε, θα ολοκληρώσομε θα ολοκληρωθώ θα ολοκληρωθούμε
θα ολοκληρώσεις θα ολοκληρώσετε θα ολοκληρωθείς θα ολοκληρωθείτε
θα ολοκληρώσει θα ολοκληρώσουν θα ολοκληρωθεί θα ολοκληρωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ολοκληρώσει
θα έχω ολοκληρωμένο
θα έχουμε ολοκληρώσει
θα έχουμε ολοκληρωμένο
θα έχω ολοκληρωθεί
θα είμαι ολοκληρωμένος, -η
θα έχουμε ολοκληρωθεί
θα είμαστε ολοκληρωμένοι, -ες
θα έχεις ολοκληρώσει
θα έχεις ολοκληρωμένο
θα έχετε ολοκληρώσει
θα έχετε ολοκληρωμένο
θα έχεις ολοκληρωθεί
θα είσαι ολοκληρωμένος, -η
θα έχετε ολοκληρωθεί
θα είστε ολοκληρωμένοι, -ες
θα έχει ολοκληρώσει
θα έχει ολοκληρωμένο
θα έχουν ολοκληρώσει
θα έχουν ολοκληρωμένο
θα έχει ολοκληρωθεί
θα είναι ολοκληρωμένος, -η, -ο
θα έχουν ολοκληρωθεί
θα είναι ολοκληρωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ολοκληρώνω να ολοκληρώνουμε, να ολοκληρώνομε να ολοκληρώνομαι να ολοκληρωνόμαστε
να ολοκληρώνεις να ολοκληρώνετε να ολοκληρώνεσαι να ολοκληρώνεστε, να ολοκληρωνόσαστε
να ολοκληρώνει να ολοκληρώνουν(ε) να ολοκληρώνεται να ολοκληρώνονται
Aorist να ολοκληρώσω να ολοκληρώσουμε, να ολοκληρώσομε να ολοκληρωθώ να ολοκληρωθούμε
να ολοκληρώσεις να ολοκληρώσετε να ολοκληρωθείς να ολοκληρωθείτε
να ολοκληρώσει να ολοκληρώσουν(ε) να ολοκληρωθεί να ολοκληρωθούν(ε)
Perf να έχω ολοκληρώσει
να έχω ολοκληρωμένο
να έχουμε ολοκληρώσει
να έχουμε ολοκληρωμένο
να έχω ολοκληρωθεί
να είμαι ολοκληρωμένος, -η
να έχουμε ολοκληρωθεί
να είμαστε ολοκληρωμένοι, -ες
να έχεις ολοκληρώσει
να έχεις ολοκληρωμένο
να έχετε ολοκληρώσει
να έχετε ολοκληρωμένο
να έχεις ολοκληρωθεί
να είσαι ολοκληρωμένος, -η
να έχετε ολοκληρωθεί
να είστε ολοκληρωμένοι, -ες
να έχει ολοκληρώσει
να έχει ολοκληρωμένο
να έχουν ολοκληρώσει
να έχουν ολοκληρωμένο
να έχει ολοκληρωθεί
να είναι ολοκληρωμένος, -η, -ο
να έχουν ολοκληρωθεί
να είναι ολοκληρωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ολοκλήρωνε ολοκληρώνετε ολοκληρώνεστε
Aorist ολοκλήρωσε ολοκληρώστε, ολοκληρώσετε ολοκληρώσου ολοκληρωθείτε
Part
iciple
Pres ολοκληρώνοντας
Perf έχοντας ολοκληρώσει, έχοντας ολοκληρωμένο ολοκληρωμένος, -η, -ο ολοκληρωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ολοκληρώσει ολοκληρωθεί