ΞΕΠΛΕΝΩ I rinse |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ξεπλένω |
ξεπλένουμε, ξεπλένομε |
ξεπλένομαι |
ξεπλενόμαστε |
| ξεπλένεις |
ξεπλένετε |
ξεπλένεσαι |
ξεπλένεστε, ξεπλενόσαστε |
| ξεπλένει |
ξεπλένουν(ε) |
ξεπλένεται |
ξεπλένονται |
Imper fect |
ξέπλενα |
ξεπλέναμε |
ξεπλενόμουν(α) |
ξεπλενόμαστε, ξεπλενόμασταν |
| ξέπλενες |
ξεπλένατε |
ξεπλενόσουν(α) |
ξεπλενόσαστε, ξεπλενόσασταν |
| ξέπλενε |
ξέπλεναν, ξεπλέναν(ε) |
ξεπλενόταν(ε), ξεπλένονταν |
ξεπλένονταν, ξεπλενόντανε, ξεπλενόντουσαν |
| Aorist |
ξέπλυνα |
ξεπλύναμε |
ξεπλύθηκα |
ξεπλυθήκαμε |
| ξέπλυνες |
ξεπλύνατε |
ξεπλύθηκες |
ξεπλυθήκατε |
| ξέπλυνε |
ξέπλυναν, ξεπλύναν(ε) |
ξεπλύθηκε |
ξεπλύθηκαν, ξεπλυθήκαν(ε) |
Per fect |
έχω ξεπλύνει
έχω ξεπλυμένο |
έχουμε ξεπλύνει
έχουμε ξεπλυμένο |
έχω ξεπλυθεί
είμαι ξεπλυμένος, -η |
έχουμε ξεπλυθεί
είμαστε ξεπλυμένοι, -ες |
έχεις ξεπλύνει
έχεις ξεπλυμένο |
έχετε ξεπλύνει
έχετε ξεπλυμένο |
έχεις ξεπλυθεί
είσαι ξεπλυμένος, -η |
έχετε ξεπλυθεί
είστε ξεπλυμένοι, -ες |
έχει ξεπλύνει
έχει ξεπλυμένο |
έχουν ξεπλύνει
έχουν ξεπλυμένο |
έχει ξεπλυθεί
είναι ξεπλυμένος, -η, -ο |
έχουν ξεπλυθεί
είναι ξεπλυμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα ξεπλύνει
είχα ξεπλυμένο |
είχαμε ξεπλύνει
είχαμε ξεπλυμένο |
είχα ξεπλυθεί
ήμουν ξεπλυμένος, -η |
είχαμε ξεπλυθεί
ήμαστε ξεπλυμένοι, -ες |
είχες ξεπλύνει
είχες ξεπλυμένο |
είχατε ξεπλύνει
είχατε ξεπλυμένο |
είχες ξεπλυθεί
ήσουν ξεπλυμένος, -η |
είχατε ξεπλυθεί
ήσαστε ξεπλυμένοι, -ες |
είχε ξεπλύνει
είχε ξεπλυμένο |
είχαν ξεπλύνει
είχαν ξεπλυμένο |
είχε ξεπλυθεί
ήταν ξεπλυμένος, -η, -ο |
είχαν ξεπλυθεί
ήταν ξεπλυμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα ξεπλένω |
θα ξεπλένουμε, θα ξεπλένομε |
θα ξεπλένομαι |
θα ξεπλενόμαστε |
| θα ξεπλένεις |
θα ξεπλένετε |
θα ξεπλένεσαι |
θα ξεπλένεστε, θα ξεπλενόσαστε |
| θα ξεπλένει |
θα ξεπλένουν(ε) |
θα ξεπλένεται |
θα ξεπλένονται |
Simp Fut |
θα ξεπλύνω |
θα ξεπλύνουμε, θα ξεπλύνομε |
θα ξεπλυθώ |
θα ξεπλυθούμε |
| θα ξεπλύνεις |
θα ξεπλύνετε |
θα ξεπλυθείς |
θα ξεπλυθείτε |
| θα ξεπλύνει |
θα ξεπλύνουν(ε) |
θα ξεπλυθεί |
θα ξεπλυθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω ξεπλύνει
θα έχω ξεπλυμένο |
θα έχουμε ξεπλύνει
θα έχουμε ξεπλυμένο |
θα έχω ξεπλυθεί
θα είμαι ξεπλυμένος, -η |
θα έχουμε ξεπλυθεί
θα είμαστε ξεπλυμένοι, -ες |
θα έχεις ξεπλύνει
θα έχεις ξεπλυμένο |
θα έχετε ξεπλύνει
θα έχετε ξεπλυμένο |
θα έχεις ξεπλυθεί
θα είσαι ξεπλυμένος, -η |
θα έχετε ξεπλυθεί
θα είστε ξεπλυμένοι, -ες |
θα έχει ξεπλύνει
θα έχει ξεπλυμένο |
θα έχουν ξεπλύνει
θα έχουν ξεπλυμένο |
θα έχει ξεπλυθεί
θα είναι ξεπλυμένος, -η, -ο |
θα έχουν ξεπλυθεί
θα είναι ξεπλυμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ξεπλένω |
να ξεπλένουμε, να ξεπλένομε |
να ξεπλένομαι |
να ξεπλενόμαστε |
| να ξεπλένεις |
να ξεπλένετε |
να ξεπλένεσαι |
να ξεπλένεστε, να ξεπλενόσαστε |
| να ξεπλένει |
να ξεπλένουν(ε) |
να ξεπλένεται |
να ξεπλένονται |
| Aorist |
να ξεπλύνω |
να ξεπλύνουμε, να ξεπλύνομε |
να ξεπλυθώ |
να ξεπλυθούμε |
| να ξεπλύνεις |
να ξεπλύνετε |
να ξεπλυθείς |
να ξεπλυθείτε |
| να ξεπλύνει |
να ξεπλύνουν(ε) |
να ξεπλυθεί |
να ξεπλυθούν(ε) |
| Perf |
να έχω ξεπλύνει
να έχω ξεπλυμένο |
να έχουμε ξεπλύνει
να έχουμε ξεπλυμένο |
να έχω ξεπλυθεί
να είμαι ξεπλυμένος, -η |
να έχουμε ξεπλυθεί
να είμαστε ξεπλυμένοι, -ες |
να έχεις ξεπλύνει
να έχεις ξεπλυμένο |
να έχετε ξεπλύνει
να έχετε ξεπλυμένο |
να έχεις ξεπλυθεί
να είσαι ξεπλυμένος, -η |
να έχετε ξεπλυθεί
να είστε ξεπλυμένοι, -ες |
να έχει ξεπλύνει
να έχει ξεπλυμένο |
να έχουν ξεπλύνει
να έχουν ξεπλυμένο |
να έχει ξεπλυθεί
να είναι ξεπλυμένος, -η, -ο |
να έχουν ξεπλυθεί
να είναι ξεπλυμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
ξεπλένε |
ξεπλένετε |
|
ξεπλένεστε |
| Aorist |
ξέπλυνε |
ξεπλύνετε, ξεπλύντε |
ξεπλύσου |
ξεπλυθείτε |
Part iciple |
Pres |
ξεπλένοντας |
|
|
| Perf |
έχοντας ξεπλύνει, έχοντας ξεπλυμένο |
ξεπλυμένος, -η, -ο |
ξεπλυμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
ξεπλύνει |
ξεπλυθεί |